"Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι"

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Την ημέραν των Βαϊων έκαμαν γιουρούσι.....



Την ημέραν των Βαϊων έκαμαν γιουρούσι στο Μισολόγγι οι ήρωες του Μισολογγίου, σε τόσαις χιλιάδες ασκέρι, σε τόσα κανόνια, χαντάκια, καβαλλαριά. Εγλύτωσαν 2.000, και τα γυναικόπαιδα έγιναν θύμα. Μας ήλθε είδησις Μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η Συνέλευσις, και ήμεθα εις κάτι ίσκιους. Μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμε τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκραινε κανένας, αλλά εμέτραε καθένας με το νου του τον αφανισμό μας»¹.

Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί,
Εξοχώτατοι.....
Εντιμότατοι....
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές.

Βεβαίως δεν ξεκίνησα την ομιλία μου με κάποιο ανάγνωσμα από το ιερό βιβλίο της Παλαιοδιαθηκικής Εξόδου, αλλά με ένα απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Γέρου του Μωριά, που από τον αύλιο χώρο του ιστορικού τούτου κτηρίου της Παλαιάς Βουλής, έφιππος δείχνει στο Γένος τον δρόμο του χρέους. Ένα απόσπασμα που αφορά όχι στην Έξοδο του παλαιού Ισραήλ εκ της γης και της δουλείας των Αιγυπτίων, αλλά στην έξοδο μαρτυρικού τμήματος του νέου Ισραήλ της χάριτος εκ της γης των πατέρων του και της δουλείας των Τούρκων, στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Σοφία, λοιπόν, και ενταύθα. Πρόσχωμεν!

Συμπληρούνται εφέτος, ακριβώς απόψε μάλιστα –εάν δεν λάβωμε υπ’ όψιν την εν τω μεταξύ γενομένη διόρθωσι του Ημερολογίου με την προσθήκη των δεκατριών ημερών- εκατόν ογδόντα χρόνια από την άγια νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, την νύχτα της Εξόδου. Νύχτα έγινε και η αρχαία Έξοδος από την Αίγυπτο, η οποία εσηματοδότησε το Πάσχα των Εβραίων. Νύχτα έγινε και η δική μας, του Μεσολογγίου, μιά εβδομάδα προ του Πάσχα, παραμονή των Βαϊων, γι’ αυτό και ο μεγάλος Σολωμός τη στόλισε ποιητικά «με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε»². Ο Χριστός εισήρχετο στην αγία πόλι Ιερουσαλήμ, οι Χριστιανοί εξήρχοντο από την ιερά πόλι του Μεσολογγίου. Εκείνος εισήρχετο για να δεχθή το Άχραντον Πάθος και να αποθάνη, αναλαμβάνων το βάρος της ανθρωπίνης αμαρτίας. Των Μεσολογγιτών το πάθος είχε φθάσει στην κορύφωσί του και εξήρχοντο για να αποθάνουν, αναλαμβάνοντες το βάρος της Ιστορίας. Μιας Ιστορίας, η οποία από τις ημέρες των Θερμοπυλών, των Μαραθώνων και των Σαλαμίνων, ως τις ημέρες της Βασιλεύουσας με την αποφράδα 29η Μαϊου του 1453, εγνώριζε να διεκδική έως θανάτου το θεόσδοτο χάρισμα της Ελευθερίας και να υπερασπίζεται βωμούς και εστίες και θήκες προγόνων.

Το Μεσολόγγι δεν ήτο καμμία αρχαία πόλις ως η Αθήνα ή η Σπάρτη, με δύο ή τριών χιλιάδων χρόνων ζωή, ούτε έφερε εκ κληρονομίας κάποιο μεγάλο όνομα ή μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Πεζή, ψαράδικη πόλις, μέσα στην υγρασία και στα βαλτονέρια της λιμνοθάλασσας, με κλίμα ανθυγιεινό, βασίλειο της σκνίπας και των κουνουπιών, αριθμούσε την εποχή της Επαναστάσεως μόλις διακοσίων χρόνων ζωή. Παρά ταύτα, το κωμύδριον του Μεσολογγίου, το «καλυβάκι», όπως το ωνόμασε ο Σολωμός, για να δείξη την υλική φτώχεια του, κατέστη πόλις «ουδαμώς ελαχίστη εν τοις ηγεμόσι» του Ελληνισμού, μάλλον δε και υπερεκέρασε πολλές επί ιστορικοίς ανδραγαθήμασι σεμνυνόμενες ελληνίδες πόλεις. «Το Μεσολόγγι δικαιούται να το χαιρετά στον αιώνα τον άπαντα η ευγνωμοσύνη του Έθνους. Η συμβολή του στο μεγάλο της πατρίδος αγώνα, ήτανε τόση, που τον έκρινε», θα υποστηρίξη πολύ σωστά ο Μαλακάσης³. Μετά από τις κατά τόπους επιτυχίες των επαναστατών, το Μεσολόγγι ήταν ο μόνος τόπος από τον οποίο θα μπορούσαν οι Τούρκοι να περάσουν στρατεύματα στην Πελοπόννησο από την μεγάλη δεξαμενή της Ηπείρου, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η οδός της θαλάσσης τους ήταν απρόσιτη, αφού ο ελληνικός στόλος την εφύλασσε αγρύπνως. Οι Μεσολογγίτες, με πλήρη επίγνωσι της στρατηγικής σημασίας του τόπου τους και με μοναδικό αίσθημα πατριωτικής ευθύνης, επί πέντε ολόκληρα χρόνια στάθηκαν βράχος ακλόνητος και κατέστησαν την πόλι τους ισχυρή στρατιωτική βάσι του Αγώνος. Δεν εφείσθησαν θυσιών χάριν της Πατρίδος. Μισθοδοτούσαν εξ ιδίων τα ξένα στρατιωτικά σώματα, συντηρούσαν τα επιτόπια, «κάθε ανάγκη τη θεράπευαν με χρήμα και ψυχή»⁴. Και όταν ήρθε η δικη του μεγάλη ώρα, η ώρα της μακράς και ανελέητης πολιορκίας του, έδωσε νέες εξετάσεις, στις οποίες έλαβε με άριστα το δίπλωμα της αιώνιας τιμής των Πανελλήνων, συνοδευόμενο από το αγέραστο στεφάνι της δόξας της Εξόδου, του απονενοημένου εκείνου διαβήματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων του, τη νύκτα της 10ης Απριλίου. Έτσι, ο Σπυρίδων Τρικούπης θα εξέφραζε όσα όλο το Γένος ήθελε να πη στο Μεσολόγγι: «Ω πόλις του Μεσολογγίου! Πόλις βασίλισσα των πόλεων της Ελλάδος! Πόλις, δια την οποίαν πολλά και μεγάλα ελαλήθη! Τριών χρόνων ζοφερά νέφη έπεσαν κατεπάνω σου. Εφάνης ότι κατέβης εις τον Άδην, δια να μη ανέβης εκείθεν πλέον, αλλ’ η χείρ του Κυρίου σε ανύψωσε. Φως σήμερον σε περικυκλώνει όλην. Ουράνιος δόξα ανατέλλει επάνω σου. Στέφανος κάθηται εις την κεφαλήν σου»⁵.

Η όλη Επανάστασις του ’21, αγαπητοί μου, από της συλλήψεως μέχρι και της πραγματοποιήσεώς της, υπήρξε, ασφαλώς, ένα ολότελα απονενοημένο διάβημα. Ενας Λαός εξουθενομένος, ταπεινωμένος, ανίσχυρος, ανάδελφος, στερούμενος φίλων, χωρίς διεθνείς διασυνδέσεις, μάλλον δε και με την πολιτική μέγαιρα της κατ’ ευφημισμόν Ιεράς Συμμαχίας καχύποπτη και απειλητική απέναντί του, ετόλμησε τα ατόλμητα, «για την Πίστη του Χριστού, και για την ψυχή του ανθρώπου, καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμηοσύνης»⁶, καθώς θα παρατηρούσε αργότερα ο Σεφέρης. Έτσι, το απονενοημένο εκείνο διάβημα, η κατάφωρη αυτοκτονία, περιβλήθηκε αμέσως από άγιο και ανέσπερο φως μοναδικού ηρωϊσμού και ολοκάθαρα χριστιανικού πνεύματος αυτοθυσίας, που την κατέστησε Αγιασμένη Επανάστασι⁷, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του Κόντογλου. Μέσα στο γενικώτερο εκείνο απονενοημένο διάβημα και την ιερή τρέλα της Αγιασμένης Επαναστάσεως, ένας ιστορικός παροξυσμός υπήρξε και το Μεσολόγγι και ένα απίστευτο αποκορύφωμα της συνειδητής ομαδικής αυτοθυσίας. Ένας παροξυσμός, ο οποίος εξηυτέλισε την υπεροχή της δυνάμεως και την απάνθρωπη βία και κατέστησε τον «Φράχτη», όπως απαξιωτικά ωνόμασε το Μεσολόγγι ο μεγάλαυχος Ιμπραήμ, Σύμβολο και Ιδέα. Ιδέα της ελευθερίας και σύμβολο της καρτεροψυχίας και της ανδρείας. Αλλά ας προσπαθήσωμε να προσεγγίσωμε, κατά δύναμιν, καθεαυτά τά γεγονότα.

Επί τέσσερεις αιώνες και πλέον το Γένος εστέναζε υπό τον βάρβαρο Ασιάτη. Ο βίος του είχε καταστή αβίωτος. Η αρπαγή και καταλήστευσις των αγαθών, η καταθλιπτική φορολογία, με κορύφωσι τον κεφαλικό φόρο, τό χαράτσι, την ετήσια δηλαδή εξαγορά της κεφαλής του σκλάβου επί των ώμων του, η στέρησις και της στοιχειώδους εξωτερικής ελευθερίας, οι ταπεινώσεις, η ανασφάλεια, η απουσία δικαιοσύνης, ο σκοταδιστικός περιορισμός της παιδείας και της μορφώσεως και άλλα φρικώδη, ήταν καθημερινή μεν πραγματικότης, όχι όμως και τα χειρότερα από όσα υφίστατο το δούλον Γένος. Οι προσβολές της προσωπικής αξιοπρεπείας και τιμής, η βιαία αρπαγή του άνθους του Γένους, είτε με τα μιαρά χαρέμια σουλτάνων, πασάδων και αγάδων, είτε με το στράτευμα με τον δαιμονικής συλλήψεως «ντεβσιρμέ», ήτοι το φοβερό Παιδομάζωμα, η πώλησις αιχμαλώτων στα σκλαβοπάζαρα, οι συχνές προσβολές κατά της Εκκλησίας και των λειτουργών Της, οι δολοφονίες Πατριαρχών, Αρχιερέων και άλλων ιερωμένων, η λοιδορία του θρησκευτικού Πιστεύω με τον μειωτικό χαρακτηρισμό γκιαβούρ, ήτοι άπιστος, οι αρπαγές των ιερών Ναών, που εν ριπή οφθαλμού απεγυμνούντο από τα ιερά και άγια σύμβολα και αντικείμενα και μετετρέποντο σε μουσουλμανικά τεμένη, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, είναι λίγα μόνο από τα παθήματα του πολυτλήμονος μεσαιωνικού Ελληνισμού. Και καθ’ όλο αυτό το μακραίωνο διάστημα, ο μυστηριώδης Ακάματος Πεζοπόρος του Βαλαωρίτη, ήτοι ο Ελληνισμός, εβάδιζε, εβάδιζε φωνάζοντας: -Εμπρός!.... Εμπρός... «ενώ ο κόσμος όλος εσήπετο υπό την δουλείαν, εκείνος εβάδιζεν... εβάδιζεν πάντοτε... Έκρουεν εν ώρα νυκτός τας θύρας των Μονών και κράζων κατ’ όνομα τους κατατρυχομένους Μοναχούς, έλεγεν εις αυτούς: «Γρηγορείτε.... ιδού ο Νυμφίος έρχεται.....» Εισέδυε κρυφά εντός της καλύβης του πένητος γεωργού και εγείρων εκ του ύπνου τον τεθλιμμένον ζευγηλάτην τον περιέθαλπε και τον διέταττε να μη δειλιά....»⁸. Μετά, λοιπόν, από αιώνων υπομονή, διακοπτόμενη συχνά από τοπικές επαναστατικές εκρήξεις και εφόδους των γενναίων Κλεφταρματολών, όταν έφθασε πια το Γένος στα έσχατα όρια της ανθρωπίνης αντοχής του, ο Πεζοπόρος του Βαλαωρίτη, εβροντοφώναξε: «-Εμπρός!... Στ΄άρματα, εγερθήτε!.... και τα τρισάθλια τέκνα της Ελλάδος ηγέρθησαν... και το αίμα έρρευσε ποταμηδόν...»⁹.





          
       "Οι Ιερολοχίτες μάχονται στο Δραγατσάνι», πίνακας του Πέτερ Φον Ες"


Η σημαία του Ιερού Λόχου





Τον Φεβρουάριο του 1821 αρχίζει ο πανεθνικός ξεσηκωμός από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με τον Υψηλάντη και τον Ιερό Λόχο στον Προύθο και στο Δραγατσάνι. «Ξαφνιάζοντας τον ήλιο»¹⁰, όπως θάλεγε ο Παλαμάς, σύσσωμος ο Ελληνισμός, αποφασίζει να κατανικήση τη «μαυροφόρ’ απελπισιά» του, να σκίση το «χειροπιαστό σκοτάδι» της «πικρής σκλαβιάς», να πη το Καβαφικό «μεγάλο Ναι»¹¹ στη φωνή του Πεζοπόρου και να κερδίση με το σπαθί του ελεύθερη την ιστορική του συνέχεια. Η Καλαμάτα ξεσηκώνεται και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μνήμων των λόγων του Αποστόλου: «Τη ελευθερία ούν, η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»¹², ευλογεί επισήμως στην Αγία Λαύρα τον ιερό Αγώνα στις 25 Μαρτίου, ανήμερα της μεγάλης Θεομητορικής εορτής του Ευαγγελισμού. Ο συμβολισμός είναι βαθύς. Χαράς και σωτηρίας ευαγγέλια για την ανθρωπότητα με το άγγελμα του Γαβριήλ στην Παρθένο. Χαράς και εθνικής σωτηρίας ευαγγέλια με την ευλογία του Γερμανού για το δούλο Γένος!... Το καταπέτασμα της ωραίας πύλης του Μοναστηριού, με τη σεπτή μορφή της Θεοτόκου, της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους, γίνεται το πανίερο Λάβαρο της Εθνεγερσίας. Εκείνο θα σκεπάζη στο εξής τους ένθεους αγωνιστές, όπως κάποτε η σεβασμία εικόνα της Οδηγητρίας στα τείχη της Βασιλεύουσας. Τα τίμια αίματα του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ και των Συνοδικών Αρχιερέων στην Πόλι, μαζί μ’εκείνα του Μητροπολίτου Γερασίμου και των Επισκόπων της Κρήτης, του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων Αρχιερέων της Κύπρου, αγιάζουν ευθύς εξ αρχής τον Αγώνα. «Στην Επανάσταση του Εικοσιένα», σημειώνει ο Κόντογλου, «μαζί με τους λαϊκούς πολεμούσανε πλήθος ρασοφορεμένοι, καλογέροι, παπάδες και δεσποτάδες, και τραβούσανε μπροστά με το Σταυρό στο χέρι, κι από πίσω τους χύμιζε κλαίγοντας ο λαός, κ’ έψελνε: Για της πατρίδος την ελευθερίαν, για του Χριστού την Πίστην την αγίαν, γι’ αυτά τα δύο πολεμώ, μ’ αυτά να ζήσω επιθυμώ•κι αν δεν τα αποκτήσω, τί μ’ ωφελεί να ζήσω;»¹³



Η Αγιασμένη Επανάστασι φουντώνει και θεριεύει. Μαζί της όμως φουντώνει και θεριεύει και η οργισμένη και έξαλλη αντίδρασις των Οθωμανών, που αντελήφθησαν ότι το έδαφος εσείετο επικινδύνως κάτω από τα πόδια τους. Το Δοβλέτι εκινδύνευε και επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για να καταστείλη την εξέγερσι. Τουρκαλβανοί λήσταρχοι, Κιρκάσιοι ζεϊμπέκοι, Βόσνιοι και Κούρδοι σφαγείς, Άραβες πειραταί, Αιγύπτιοι φελάχοι, Τουρκοκρήτες και άλλοι εξωμόται, μαζί με τα φοβερά τάγματα των Γενιτσάρων και όλο το ένοπλο δυναμικό της Αυτοκρατορίας, χερσαίο και θαλάσσιο, υπό τους δαιμονικούς ήχους των διαβοήτων τουρκικών πολεμικών τυμπάνων και τας αφειδείς περί μελλοντικών παραδείσων υποσχέσεις των εντεταλμένων ιμάμηδων, επέπεσαν μετά λύσσης κατά των τολμητιών. Η βία συμπορευόταν με την κτηνωδία και κάθε ηθική αναστολή εξαφανίσθηκε. Η Κωνσταντινούπολις, η Σμύρνη, η Χίος, η Νέα Έφεσος, η Κως, η Σάμος, η Κάσος, το Σούλι, τα Ψαρά, η Θάσος, η Σαμοθράκη, η Κρήτη, η Κύπρος, πνίγηκαν στο αίμα. Οι σφαγές διεδέχοντο η μία την άλλη. Η μία αγριωτέρα της άλλης. Οι γυναίκες του Ζαλόγγου και της Αραπίτσας προτίμησαν τον δια κατακρημνισμού αυτοχειριασμό –νόει αυτοθυσία- από την ατίμωσι. Στο σπήλαιο του Μελιδονίου στην Κρήτη, οι κόρες του Ψηλορείτη προτίμησαν να πεθάνουν από ασφυξία ή να καούν ζωντανές, μαζί με τα παιδιά τους, παρά να πέσουν ζωντανές στα χέρια των διωκτών τους. Μυριάδες άλλα γυναικόπαιδα και ανήμποροι γέροντες, σε κάθε γωνιά της Πατρίδος κατασπαράχθηκαν. Ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα σούβλη φοβερά τελειούται και ενούται ενδόξως με τους Τριακοσίους του Λεωνίδα. Οι ηρωϊκοί ναυμάχοι του Γένους λογίζονται από τους μεγάλους φίλους της Υψηλής Πύλης ως «πειρατές». Λίγοι ξένοι έδειξαν συμπάθεια στο αγωνιζόμενο Γένος, με κορυφαίους τον Ελβετό Ζάν-Γκαμπριέλ Εϋνάρντ και τον Άγγλο ευγενή ποιητή Λόρδο Τζώρτζ-Νόελ Μπάϊρον του Ρόκντέϊλ, τόν Βύρωνα των Ελλήνων, που πέθανε στο Μεσολόγγι, όπως βέβαια και ο Γερμανός Κάρολος Νόρμαν και ο πεσών κατά τήν Έξοδο Μάγιερ. Από την Ιταλία ο ήρως της Σφακτηρίας Σανταρόζα, από την μακρινή Αμερική ο Έβερετ και ο Χάου και εί τις έτερος. Οι σεβαστοί Φιλέλληνες!... Οι περισσότεροι ξένοι, αν δεν ήταν απροκάλυπτα εχθρικοί, ήταν οπωσδήποτε επιφυλακτικοί και κουμπωμένοι, του ομοδόξου Τσάρου «πασών των Ρωσιών» καί «Προστάτου» δήθεν «της Ορθοδοξίας», μη εξαιρουμένου. Ο φοβερός Μέτερνιχ, «ο ύπατος διαχειριστής της ζωής της Ευρώπης», όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «δεν καταδεχόταν καν να μνημονεύση τ’ όνομα των Ελλήνων, και έγραφε στα Απομνημονεύματά του: Εκεί κάτω, πέρα απ’ τα ανατολικά μας σύνορα, τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι κρεμασμένοι ή πνιγμένοι δεν λογαριάζονται»¹⁴. Παρά ταύτα, ο Ακάματος Πεζοπόρος του Βαλαωρίτη, «βαδίζων εν μέσω των σφαγών και του ολέθρου, δεν έπαυε βρυχώμενος ως λέων, να κραυγάζη πάντοτε: -Εμπρός!... Εμπρός!... Εμπρός!...»¹⁵.



Μέσα σ’ αυτή την κατάστασι, σαν πύρινο άνθος ξεπροβάλλει το Μεσολόγγι.
Από τον πρώτο καιρό του Αγώνος στο Μεσολόγγι συνιστάται η Γερουσία της Δυτικής Ελλάδος, υπό την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Μετά δέ την πολυθρήνητη καταστροφή στο Πέτα, η στρατηγική σημασία της πόλεως για το επαναστατημένο Γένος αναβαθμίζεται καθημερινώς. Ο Μαυροκορδάτος με τα λείψανα του στρατού του και τον Νόρμαν έρχεται στην πόλι, όπου ο τελευταίος και πεθαίνει λίγο μετά, από τις πληγές του, ενω ο Μάρκος Μπότσαρης καθιστά το Μεσολόγγι ορμητήριό του.


Ο λόρδος Μπάϊρον καταφθάνει στις 2 Ιανουαρίου 1823 και καταρτίζει στρατιωτικό σώμα από Σουλιώτες αγωνιστές, που το συντηρεί εξ ιδίων. Στις 5 Αυγούστου ο Μάρκος Μπότσαρης, νικά τους Τούρκους κοντά στο Καρπενήσι, αλλά σκοτώνεται. Η σορός του ήρωος θάβεται στο Μεσολόγγι. Από την 1η Ιανουαρίου 1824 στο Μεσολόγγι εκδίδεται το περιώνυμο δημοσιογραφικό όργανο του επαναστατημένου Ελληνισμού, τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, με διευθυντή και συντάκτη τον Γερμανοελβετό ιατρό Γιόχαν Γιάκομπ Μάγερ. Την ημέρα του Πάσχα, 7 Απρίλίου 1824 πεθαίνει ο Μπάϊρον. Το Μεσολόγγι, μετά τον Σουλιώτη ήρωα, θρηνεί ήδη και τον μεγάλο Άγγλο συναγωνιστή. Αλλάζει εμφανώς πλέον η κατάστασις. Οι Τούρκοι αναθαρρούν και συγκεντρώνουν στρατεύματα υπό τον Ομέρ Βρυώνην, για να εισβάλουν στην Ακαρνανία. Οι Μεσολογγίτες τους αποκρούουν εξ εφόδου στο Βουλγαρέλι, στις 23 Σεπτεμβρίου. Τέλη Νοεμβρίου αναγκάζονται να εγκαταλείψουν και τον Καρβασαρά και να τραπούν βορειότερα. Το Μεσολόγγι εσώθη, αλλά μόνον προσωρινώς.

Αρχάς του 1825, ο Σουλτάνος Μαχμούτ, ζηλοτυπών για τις επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, διατάσσει τον Κιουταχή Πασά να κτυπήση το Μεσολόγγι και να το καταλάβη πάση θυσία. Η διαταγή ήταν σαφής και ωμή: -Ή το Μεσολόγγι, ή το κεφάλι σου!... Έτσι, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, στις 23 Απριλίου 1825 ο Κιουταχής φθάνει στο Μεσολόγγι με 30.000 στρατό, πεζούς και ιππείς και ζητεί από τους Έλληνες να του παραδώσουν την πόλι. Λαμβάνει την ίδια απάντησι που είχε λάβει πριν από 372 χρόνια ο Μωάμεθ ο Β΄ από τον μαρτυρικό Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, τον υπερασπιστή της Κωνσταντινουπόλεως. Την ίδια απάντησι που είχαν λάβει, πολύ παλαιότερα, οι Πέρσες από τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Την γνωστή απάντησι των Ελλήνων. Τη δίλεξη εκείνη φράσι που βροντοφωνάζει διαχρονικά, με ιερά οργή και σιδερένια αποφασιστικότητα, η καρδιά τους: -Μολών λαβέ!...
«Κάστρα πολλά πολέμησαν και δώσαν τα κλειδιά τους,
το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο,
δεν παραδίνει τα κλειδιά, πασά δεν προσκυνάει», θα πη το Δημοτικό τραγούδι...




Ο Γολγοθάς του Μεσολογγίου αρχίζει....
Ο Μεχμέτ Ρεσή Κιουταχής πολιορκεί από ξηράς και ο Χοσρέφ πασάς με ισχυρό στόλο, συνεπικουρούμενος από τον Γιουσούφ πασά των Πατρών, αποκλείουν την πόλι από θαλάσσης. Ο Γιουσούφ καταφέρνει μάλιστα να προσπελάση στη λιμνοθάλασσα, κάνοντας την πολιορκία ασφυκτικώτερη. Μέσα στο Μεσολόγγι βρίσκονται 12.000 γυναικόπαιδα και 3.000 μαχηταί, ενώ υπάρχουν και 1.000 περίπου γέροντες που μπορούσαν κάπως, στην ώρα της ανάγκης να κρατήσουν όπλο. Οι άνθρωποι που θα περάσουν στην Ιστορία ως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι... Ψυχή των Ελευθέρων Πολιορκημένων ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, με την ένθεη σοφία του, τον αγνό πατριωτισμό του, τη βαθειά αγάπη του για τον λαό του Θεού. Μαζί του ο Πολιτάρχης Αθανάσιος Ράζι-Κότσικας και οι οπλαρχηγοί Νότης Μπότσαρης, Μήτσος Κοντογιάννης, Δημήτρης Μακρής, Χρήστος Φωτομάρας καί ει τις έτερος. Το φρόνημα είναι υψηλό. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούονται με ηρωϊσμό. Τις εφόδους των Οθωμανών ακολουθούν έξοδοι των πολιορκουμένων με κατά πόδας καταδίωξί τους. Τα τείχη διαρκώς επισκευάζονται. Ο Μιαούλης με τον Σαχτούρη διασπούν τον θαλάσσιο αποκλεισμό με 40 πλοία και εφοδιάζουν με τρόφιμα και πολεμοφόδια τους πολιορκουμένους. Το Μεσολόγγι για λίγο αναπνέει. Αρχάς Αυγούστου έρχονται και 900 Σουλιώτες με τον Κίτσο Τζαβέλλα και η εξουθενωμένη φρουρά ενισχύεται. Οι απώλειες των Τούρκων είναι τεράστιες. Έρχεται επικουρία 8.000 Αράβων εξ Αιγύπτου για να τους ενισχύσουν. Το Μεσολόγγι όμως κρατά. Τέλη του 1825 ο Σουλτάνος αναγκάζεται να ζητήση την βοήθεια του Ιμπραήμ, που σπεύδει στο Μεσολόγγι με 10.000 μαχητές. Ατενίζοντας την πόλι ο υψαύχην Αιγύπτιος ωνείδισε τον Κιουταχή διότι επι εννέα μήνες δεν ηδυνήθη να εκπορθήση «εκείνο τον μικρό φράχτη», τον οποίον ο ίδιος υπελόγιζε να καταλάβη εντός δεκαπενθημέρου, το πολύ. Ο Χοσρέφ επαναλαμβάνει τον από θαλάσσης αποκλεισμό και ο Ιμπραήμ αρχίζει καταιγιστικούς κανονιοβολισμούς με 40 τηλεβόλα.


«Πέφτουν ντουφέκια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι»¹⁶. Υπολογίζεται ότι έρριχναν κατά της πόλεως 2.000 βόμβες το εικοσιτετράωρο! Σωστή κόλασι πυρός. Όμως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αμύνονται γενναιότατα. Επιδιορθώνουν συνέχεια τα τείχη, αψηφούν τα πυρά, χουγιάζουν τους πολιορκητάς. «Τούτο το φονικόν θέαμα», αναφέρει ο Κασομούλης, «και το ακατάπαυστον πυρ, αι φωναίς και τα λοιπά σημεία της χαράς μας παρώξυναν τον Ιμπραϊμην, ώστε δεν ήξευρε πού να πρωτοκτυπήση. Μη υποφέρων να βλέπη τους Έλληνας να περιφρονούν τόσον τα πυρά του, ιστάμενοι όρθιοι και ντουφεκώντες από τον τοίχον –εξέχοντες από τα ποδάρια έως το κεφάλι- εσυγκέντρωσεν εκεί όλα τα πυροβόλα και τας βόμβας να μας κρημνίση. Δύο φοραίς... εκλονίσθη το τείχος, ελύγισεν από τον κτύπον των πυροβόλων, προς τα έξω να πέση και επιμένοντας όλοι, κανένας δεν ετραβήχτη, παρά εφώναζον: -Με τον τοίχον, όλοι ομού πάλιν έξω! Τα σπαθιά και γιαταγάνια (μοναχά) να προφυλάξωμεν και αρκούν αυτά»¹⁷. Οι Έλληνες, σε κάθε γωνιά της πατρίδος, πληροφορούνται τα γεγονότα, συμπάσχουν, διενεργούν εράνους για τους μαρτυρικούς αδελφούς. Στη Ζάκυνθο, μας θυμίζει ο Σολωμός, γινόταν έρανος υπό τους ήχους των κανονιοβολισμών του Μεσολογγίου «και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάλανε τ’ οβολάκι τους, και το δίνανε, και κάνανε το σταυρό τους, κοιτάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίγοντας»¹⁸. Στις 15 Φεβρουαρίου οι πολιορκηταί διενήργησαν δύο ισχυρές εφόδους, οι οποίες, αν και απέτυχαν, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες και στα δύο μέρη. Οι Τούρκοι κατάφεραν να κυριεύσουν το Βασιλάδι, του οποίου ο πληθυσμός καταφεύγει στο Μεσολόγγι. Στις 20 Φεβρουαρίου εκδίδεται το τελευταίο τεύχος των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ του Μάγερ. Μια βόμβα πέφτει στο σπίτι που στεγαζόταν το τυπογραφείο και το διαλύει. Μια από τις 100.000 βόμβες που έρριψαν συνολικώς στο Μεσολόγγι τα κανόναι του Ιμπραήμ. Ο επισιτισμός των πολιορκουμένων αρχίζει να γίνεται μείζον πρόβλημα. Η πείνα απειλεί τους μαρτυρικούς αγωνιστές και τα γυναικόπαιδα περισσότερο από τις βόμβες του Ιμπραήμ. Έφαγαν ό,τι ήταν δυνατόν να φαγωθή. Έφαγαν άλογα, όνους, γάτες, ποντικούς, φύκια και πικραλήθρες της θαλάσσης, ο,τιδήποτε. Κατήντησαν κινούμενα σκέλεθρα, σωστά φαντάσματα. Αναπότρεπτα οι ασθένειες επακολούθησαν σωρηδόν φονικώτατες. Περισσότεροι από 2.000 πέθαναν. «Όλου του κόσμου τα δεινά εν μέσω των αγώνων, την πόλιν νέμονται: λιμός, γυμνότης, νόσημα, θυμός. Ο φόβος λείπει μόνον»¹⁹, θα παρατηρήση ο ποιητής. Η πίστις στον Θεό και στο δίκαιο του αγώνος έδιωχνε τον φόβο. Ο εκκλησιαστικός ηγέτης των πολιορκημένων, Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, έτρεχε σαν εξαπτέρυγο Σεραφείμ από την εκκλησία στις συνάξεις των προεστών, από τη Λειτουργία στα πολεμικά συμβούλια, από τους πληγωμένους στους μαχόμενους, από προμαχώνα σε προμαχώνα, από έπαλξι σε έπαλξι. Σύμβουλος αγαθός και σώφων, ελείαινε τ’ αγκάθια των διαφορών και των μικροφιλοτιμιών των οπλαρχηγών, έφερνε την ομόνοια, υπενθύμιζε το κοινόν χρέος, εθέριευε την ελπίδα, εσπόγγιζε το δάκρυ, απάλυνε τον πόνο, εσκόρπιζε παραμυθίαν Χριστού. Από κοντά και άλλοι κληρικοί, με τον παπα-Παναγιώτη Μπουγάτσα να ξεχωρίζη. Είναι αυτός, για τον οποίο ο Δημήτρης Μακρής θα έλεγε αργότερα στον Όθωνα: «Μεγαλειότατε, από την αρχή του αποκλεισμού στο Μεσολόγγι, μόνη δουλειά που έκανε ο παπάς αυτός ήταν, άμα άρχιζε το τουφέκι (και ήταν αυτό καθημερινό, νύχτα-μέρα), να τρέχη στην εκκλησιά. Έπαιρνε το δισκοπότηρο στα χέρια του, και με το φανάρι του πήγαινε από έπαλξι σε έπαλξι και μεταλάβαινε τους βαρειά πληγωμένους και τους παρηγορούσε με καλά λόγια. Και εγκαρδίωνε άλλους να πολεμούν με όρεξι και με ψυχή, για να έχουν τη βοήθεια του Θεού.... Δεν πέρασε μέρα ή νύχτα που να μην τον ’δω στην έπαλξί μου, πάνω στο τουφέκι, καθώς και να φέρνη γύρω όλες τις άλλες επάλξεις και μέσα στη χώρα από σπίτι σε σπίτι»²⁰. Ούτω πως αντιλαμβάνονταν ανέκαθεν οι σεβάσμιοι ιερωμένοι του Γένους μας το χρέος τους....




Ο Μιαούλης έκαμε μιά ηρωϊκή προσπάθεια να διασπάση τον αποκλεισμό και να τροφοδοτήση το Μεσολόγγι, αλλά τούτη τη φορά, τέταρτη στη σειρά, δεν τα κατάφερε. Το νησάκι του Ντολμά έπεσε στα χέρια του εχθρού. Η Κλείσοβα άντεξε κι έθαψε 800 Τουρκαλβανούς και 1.000 Αιγυπτίους, ενώ έστειλε πίσω τραυματία τον ίδιο τον Κιουταχή. Όλοι αντιλαμβάνονται πως το τέλος πλησιάζει, αλλά με όρθια την ψυχή αντιστέκονται υπεράνθρωπα. «Εν ονόματι όλων των ενταύθα ηρώων», γράφει ο Μάγερ πρός γνώριμό του, λίγο πριν την Έξοδο, «σας αναγγέλλω την ενώπιον του Θεού ωρισμένην απόφασίν μας δια να υπερασπισθώμεν και την υστέραν σπιθαμήν της γης του Μεσολογγίου, και να συνενταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, χωρίς ν’ ακούσωμεν πρότασίν τινα συνθήκης... Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν. Η Ιστορία θέλει μας δικαιώσει...»²¹. Ο αποφασισμένος είναι ο πράγματι ελεύθερος. Ήταν όλοι αποφασισμένοι για την υπέρτατη θυσία, γι’ αυτό ακριβώς και ήταν ελεύθεροι, καίτοι πολιορκημένοι. Αυτός είναι ο λόγος που τους ωνόμασε ο Σολωμός Ελεύθερους Πολιορκημένους και μ’ αυτό το όνομα τους γνωρίζει η Αιωνιότης. Ελεύθεροι, λοιπόν, εσωτερικά, συσκέπτονται οι τα πρώτα φέροντες για τη λύσι του δράματος. Μια δυναμική έξοδος φαίνεται ως η μόνη διέξοδος. Εις αυτό είναι όλοι σύμφωνοι. Το Μεσολόγγι δεν θα το παραδώσουν! Την ψυχή τους δεν θα την πουλήσουν! Τα πρωτοτόκια της ευγενείας του Γένους δεν θα τα χαρίσουν στον επίβουλο! Με υψωμένο το σπαθί θα εξέλθουν! Αλλά, συχνά, ως γνωστόν, το πολύ της θλίψεως, γεννά παραφροσύνην. Και μέσα σ’ αυτή την κατανυκτική και αγία ατμόσφαιρα παρουσιάζεται μια φρικτή παραχορδία. Οι προύχοντες, φοβούμενοι την ανθρώπινη ασθένεια των γυναικοπαίδων, που θεωρητικά θα μπορούσε να είναι καταστρεπτική για το σχεδιαζόμενο εγχείρημα, ωδηγήθηκαν στην εφιαλτική παραφροσύνη που αναφέρει ο Κασομούλης: «Απεφάσισαν όλοι να φονεύσωμεν όλες τις γυναίκες ανεξαιρέτως και τα μικρά παιδιά, επι λόγω να μη προδοθούμεν από τας κραυγάς των, και τότε δεν μείνη κανένας μας (ζωντανός), και να μη μείνουν αιχμάλωτοι εις τους εχθρούς. Δια να αποφύγωμεν δε την φιλόστοργον συμπάθειαν των πατέρων και αδελφών, απεφασίσθη να σφάξη ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν!»²². Απόφασις απάνθρωπος, η οποία εάν επραγματοποιείτο θα εκηλίδωνε δια παντός τον Ιερόν Αγώνα. Τότε, ως καλός Ποιμήν ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ ηγέρθη έξαλλος και διεξεδίκησε δυναμικώς, εις το όνομα του Θεού, το αθώον αίμα: «-Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος! Είμαι Αρχιερεύς! Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτο θυσιάσατε εμένα! Και σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων- και το αίμα των αθώων να πέση εις τα κεφάλια σας!»²³. Αυτά είπε στους προύχοντες και οπλαρχηγούς, κατά την μαρτυρία του Κασομούλη «και άρχισεν να κλαίγη. Με τις κατάρες του και παρατηρήσεις εμπόδισεν την ορμήν των αξιωματικών»²⁴. Αφού ενικήθη ο πειρασμός αυτός, απεφασίσθη να πραγματοποιηθή η έξοδος την νύκτα της 10ης Απριλίου, με την βοήθεια του εισερχομένου εις Ιεροσόλυμα δια το παθείν Ιησού Χριστού. Έτσι άρχισαν οι προετοιμασίες. Οι Μεσολογγίτισσες, αρχοντικότατα, πρόσφεραν στα παλληκάρια καινούργιες, καθαρές αλλαξιές, φουστανέλλες και σελάχια επίσημα, να στολιστούν για την μεγάλη ώρα. Οι πολεμισταί θα εξήρχοντο σε σχηματισμό τριγώνου και στο μέσον θα είχαν τα γυναικόπαιδα. Τα βρέφη θα τα ύπνωναν με αφιόνι για μη κλαίνε και προδοθούν. Οι ολωσδιόλου ανήμποροι θα έμεναν αναγκαστικά πίσω, οχυρωμένοι σε κάποια σπίτια και προστατευμένοι από λίγους πολεμιστάς, μέχρις ότου γίνη τρόπος για την σωτηρία τους, ή τους συμβή το αναπόφευκτον. Στην «Γενικήν Εφημερίδα» του Ναυπλίου και στον «Φίλο του Νόμου» της Ύδρας, διαβάζουμε σχετικά: «Εκείνην την ώραν συνέβαινε το πλέον τραγικόν και θαυμαστόν εν ταυτώ θέαμα εις την πόλιν. Οι φίλοι, οι σύντροφοι και οι αδελφοί ν’ αποχωρίζωνται απ’αλλήλων, και οι μεν να απέρχωνται εις νέους κινδύνους, δια να επιζήσουν και να εκδικήσουν το αίμα των συγγενών και φίλων• οι δε, καταπονούμενοι από της ασθενείας ή από των πληγών, να περιμένωσι με ανυπομονησίαν ηρωϊκόν θάνατον. Πολλοί άνδρες, δυνάμενοι να σωθούν, έμειναν με ευχαρίστησιν πλησίον των φίλων και συγγενών των, δια να πολεμήσωσι μέχρι τελευταίας στιγμής και να συναποθάνωσι με αυτούς»²⁵. Ο σεβάσμιος προεστός Χρήστος Καψάλης κλείστηκε στο σπίτι του, που ήτο και πυριτιδαποθήκη, με τετρακόσια περίπου γυναικόπαιδα και ασθενείς. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ, επικεφαλής ομάδος πολεμιστών, οχυρώθηκε στον Ανεμόμυλο.




Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας η αγία ημέρα των Βαϊων άρχισε η Έξοδος, υπο την αρχηγία του Αθανασίου Ραζι-Κότσικα και των ηρωϊκών οπλαρχηγών Νότη Μπότσαρη, Κίτσου Τζαβέλλα και Δημητρίου Μακρή. «Όταν απ’το μισκογκρεμισμένο Φράχτη... με τα γυμνά τους τα σπαθιά και τις λερές φουστανέλλες ξεχύθηκαν τα παλληκάρια του Μεσολογγιού, στους κοκκαλιασμένους ώμους των σήκωναν αιώνων αγωνιστική παράδοσι και την καταθλιπτική ευθύνη μιάς δόξας αβασίλευτης», θα σημειώση ο Κων/νος Τσάτσος²⁶. Όμως, αλλοίμονον, το ηρωϊκό εγχείρημα είχεν ήδη προδοθή στους Τούρκους από έναν αυτόμολο Βούλγαρο, με αποτέλεσμα, όχι μόνο να εμποδισθή ο Καραϊσκάκης να επιτεθή από τις πλαγιές του Ζυγού εις αντιπερισπασμόν, όπως είχε προγραμματισθή, αλλά και οι εξερχόμενοι να ευρεθούν αντιμέτωποι με τα αγρύπνως αναμένοντα και ενεδρεύοντα με το χέρι στην σκανδάλη Τουρκο-αιγυπτιακά στρατεύματα. Τα επακολουθήσαντα υπερβαίνουν κάθε περιγραφή! «Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα του Λαζάρου. Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν κρυμμένοι στα χαντάκια. Σκότωσαν γυναικόπαιδα, χαλάσαν το γεφύρι, και λιγοστοί τους ξέφυγαν στο αίμα κολυμπώντας»²⁷. Το μεγαλύτερο μέρος της τιμημένης φρουράς του Μεσολογγίου εσφάγη κατά την Έξοδο. «Τούτο σημαίνει», τονίζει πολύ εύστοχα ο Χρήστος Μαλεβίτσης, ότι η Φρουρά εκείνη «τήν Έξοδο την συνεχίζει πλέον στον ατελεύτητο χρόνο της Ελληνικής Ιστορίας. Και περιέρχεται τα σύνορα του Ελληνισμού περίφροντις. Διότι στα σύνορα του Ελληνισμού υπάρχουν ακόμη οι Τούρκοι και διεκδικούν την ύπαρξί μας»²⁸. Ο κάμπος, οι πλαγιές των λόφων και οι ρεματιές γέμισαν από νεκρούς. Φονεύθηκαν ή ολοκαυτώθηκαν περισσότερα από 5.000 άτομα. Ο Χρήστος Καψάλης με λίγους συναγωνιστάς υπερασπίσθηκε όσον ήτο ανθρωπίνως δυνατόν τα 400 γυναικόπαιδα που είχαν κλεισθή στο σπίτι του. Όταν το παν απώλετο και οι Τούρκοι θα κατελάμβαναν το έσχατο καταφύγιο της τιμής τους, ο γηραιός ευπατρίδης έθεσε πυρ στα βαρέλια με την πυρίτιδα και έγιναν όλοι ένα πυροτέχνημα. Μαζί με τους Έλληνες ο δαυλός του Καψάλη ετίναξε στον αέρα και χιλίους Τούρκους και Αιγυπτίους. Ο Επίσκοπος Ιωσήφ κατάφερε να κρατήση ηρωϊκή αντίστασι στον Ανεμόμυλο επί δυο ολόκληρες ημέρες. Στο τέλος έκαμε κι εκείνος ό,τι και ο Καψάλης... «Φτωχό Μεσολόγγι! ολ’η δόξα της γης με σε αν μετρηθή δε θα φτάση, όση κι όση, τη λάμψι εκείνη της θείας σου αυγής να σβύση ποτέ ή ν’αμαυρώση»²⁹. Σώθηκαν μόνον 1.300 μαχηταί και περί τα εκατό μόνον γυναικόπαιδα. Χιλιάδες αιχμαλωτίσθηκαν από τους Αιγυπτίους. Οι περισσότεροι επωλήθησαν ως κτήνη στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου, ενώ μεγάλος αριθμός εστάλη από τον Ιμπραϊμ στον Σουλτάνο ως πεσκέσι...

180 χρόνια πέρασαν από τότε. Η Εκκλησία μας θεωρεί τίτλον τιμής γι’ αυτήν, τη συμμετοχή των κληρικών και των πιστών της στις εθνικές εξορμήσεις. Στα κατορθώματα και τις περιπέτειες. Μέχρι σήμερα σεμνύνεται για τις θυσίες των παιδιών της και απορρίπτει μετα βδελυγμίας τον χαρακτηρισμό της φιλοπατρίας και της ευσεβείας ως δήθεν «πολιτιστικό σκοταδισμό».
Σεμνύεται και καυχάται διότι ένεκα των ιστορικών συγκυριών ηναγκάσθη τον δευτερεύοντα δι’αυτήν σκοπόν ήτοι την υπεράσπισι του έθνους, να αναγάγει εις πρωτεύοντα προκειμένου να σταθή στο πλευρό του τυραγνισμένου λαού. Του οποίου συνεμερίσθη τις χαρές και τις λύπες και με τον οποίον μοιράσθηκε την ευτυχία και τη δυστυχία. Η ίδια αυτή Εκκλησία είναι που και σήμερα σκύβει πάνω στις ανάγκες του λαού, πνευματικές και υλικές, και ως αληθινή Μητέρα τον προστατεύει και εισηγείται, ιδίως στη νεολαία, τις αξίες αυτής της ζωής, όπως εκφράζονται μέσα απ’ τον πολιτισμό και τη πίστη μας. Γι’ αυτό και είναι άδικοι απέναντι στην ιστορική αλήθεια όσοι παρασυρμένοι από τα συνθήματα της παγκοσμιοποίησης επιδιώκουν να στερηθεί ο λαός μας του πλούτου της παράδοσης, όταν άλλοι λαοί αναζητούν εναγωνίως να ανεύρουν ή να δημιουργήσουν παράδοσιν, ως παράγοντα κοινωνικής συνοχής και προόδου.
Αλλ’ ας καταστρέψω τον λόγον με μίαν τελευταίαν αναφοράν στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι πού πριν 180 χρόνια έπεσε. Αλλά τί είπα; Έπεσε; Όχι! Διορθώνω αμέσως τον λόγο μου. Το Μεσολόγγι δεν έπεσε ποτέ!.... Το Μεσολόγγι τινάχτηκε στα ύψη του ουρανού, μέσα στην πιο λαμπρή έκρηξι του κοσμογονικού ηφαιστείου του 1821. Έγινε αγίασμα τω Κυρίω. Από το ύψος εκείνο «κρατά τον ήλιο το νιοβάφτιστο που στάζει απ’ του ουρανού την κολυμπήθρα»³⁰ την αρετή, την αξιοπρέπεια, τον πιό αγνό και άδολο πατριωτισμό, την πιο πιστή προσήλωσι στο ακριβό δώρο του Θεού στον άνθρωπο, την ελευθερία. «Δόξα ΄χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι»³¹. Σ’ αυτή την άθικτη δόξα του υποκλινόμεθα οι Πανέλληνες ευλαβικά, στην 180η επέτειο της Εξόδου.




1. Θ. Κολοκοτρώνη, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, 1846
2. Διον. Σολωμού: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, Σχεδίασμα Γ΄,1
3. Σπ. Μαλακάση: ΜΕΣΟΛΛΟΓΙ, εν: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Αθ. 1953, τ.125,σ.490
4. Ένθ.ανωτ.
5. Σπυρ. Τρικούπης: Αποσπάσματα λόγου του της 8-5-1829, δια την ανάκτησιν του Μεσολογγίου την 2-5-1829, εν: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, τ.125,σ.477
6. Γερ.Σεφέρης: ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ.
7. Φ. Κόντογλου: Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, Αθ.1979, σ.275
8. Αριστ.Βαλαωρίτης: ΕΝΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ, Αθ.1998, σ.32-33
9. Ένθ.ανωτ., σ.33
10. Κ. Παλαμάς: Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ, Προφητικός
11. Κ.Π.Καβάφης, Che fece… il gran rifiuto.Εν: ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Αθ.2002,σ.27
12. Γαλ. ε΄,1
13. Φ.Κόντογλου: Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, Αθ.1989, σ.278.
14. Π. Κανελλόπουλος: Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, εν: ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, εκδ. «ΕΥΘΥΝΗ», σ.92.
15. Αρ. Βαλαωρίτης: Ένθ ανωτ., σ.33
16. Δημοτικό
17. Νικ. Κασομούλη: ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ, τ.Β΄, σ.191
18. Διον. Σολωμού: ΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ από τη ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ.
19. Γ. Ζαλοκώστα: Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΞ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΊΟΥ, εν: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, τ.125,σ.459
20. Γ. Βλαχογιάννη: ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
21. Εν: Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου: ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ –ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ, εις τον Τόμον: ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ –Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, εκδ. Ευθύνης, σ.141.
22. Νικ. Κασομούλη, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ,τ.Β΄.
23. Ενθ΄ανωτ.
24. Ενθ. Ανωτ.
25. Εν: Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ένθ. Ανωτ., σ.145-146.
26. Κ. Τσάτσου, Αποσπάσματα λόγου του της 17-4-1949, εν: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, τ. 125,σ.478.
27. Δημοτικό τραγούδι
28. Χρ.Μαλεβίτσης: ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ 25Ης ΜΑΡΤΙΟΥ, εν: ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ, σ.132.
29. Μιλτ. Μαλακάση: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ. Εν: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, τ.125, σ.468.
30. Γιαν. Ρίτσου: Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, ΧΧΙV.
31. Διον. Σολωμού: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ, Σχεδίασμα Γ΄,Ι

 
*/*Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!*/*