"Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι"

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Λόγος για το Μεσολόγγι

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ


η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Βασιλαδιού

γραφει : Νικηφόρος Βρεττάκος

(Δημοσίευση: 24 Μαρτίου 2009). "Θα έπρεπε τα παιδιά των σχολείων όλης της χώρας, αφού πρώτα είχαν διδαχθεί από την καλή Παιδεία, να προσανατολίζονται την ώρα αυτή προς το Μεσολόγγι, για μία ολιγόλεπτη σιωπή και περισυλλογή... Δεν με διακατέχει κανενός είδους σωβινισμός ή προγονοπληξία. Φτάσαμε όμως στο σημείο να θεωρούμε αναχρονισμό την αναφορά στην ιστορία μας ... χωρίς κάποια στηρίγματα και κάποιες ρίζες δεν μπορεί να πάει μπροστά ένα έθνος... Ότι ήταν να λεχθεί εδώ, σ' αυτό τον τόπο και την ιστορία του, έχει λεχθεί... Εκείνο που θα επιθυμούσαν οι νεκροί, αν μπορούσαν να επιθυμούν ακόμη, θα ήταν να ερχόμαστε εδώ και να τους εξιστορούμε τα πεπραγμένα μας. Να τους αναφέρουμε πόσο κοντά και πόσο μακριά βρίσκεται η ψυχή μας από την ψυχή του Μεσολογγιού. Αν διατηρήθηκε η ηθική συγγένεια μαζί τους. Αν έχουμε το δικαίωμα να συνδιαλεγόμαστε με κούφια λόγια μαζί τους...". Η ομιλία του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου για την Έξοδο του Μεσολογγίου στις 17 Απριλίου 1989.









Πριν από τριάντα χρόνια περίπου έμεινα μία νύχτα εδώ στο Μεσολόγγι. Ξυπνώντας την άλλη μέρα πολύ πρωί, πράγμα που το συνηθίζω από παιδί, και κοιτώντας προς την ανατολή, είδα τον ουρανό σκεπασμένο από ένα βαθύ τριανταφυλλί χρώμα. Ένα τόσο έντονο χρώμα δεν είχα ξαναδεί σε κανέναν άλλον ορίζοντα. Και τότε έγινε μέσα μου μια αυτόματη ταύτιση. Το χρώμα αυτό συνδυάστηκε με το αίμα των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, ως να είχε γίνει σ' αυτό μια μίξη του ανθρώπινου που είναι και θείο και του θείου που είναι και ανθρώπινο.



Από τα παιδικά μου χρόνια είχε εντυπωθεί πολύ βαθιά μέσα μου το δέος που μου προξένησε η ιστορία της Εξόδου. Και το δέος αυτό το κουβαλούσα στην ψυχή μου μαζί με άλλες πολύτιμες εμπειρίες αυτής της ζωής. Με τη συνοδεία του ιδίου αυτού δέους, προσέρχομαι σήμερα εδώ ως ομιλητής. Και πρέπει να ειπώ ότι ο λόγος μου αυτός μου επιβάλλεται από την πρόσκληση σας γιατί ο ίδιος εγώ είμαι υπέρ της ευλαβικής σιωπής.



Ο Chennechot στον πρόλογο της ιστορίας του για την Ελληνική Επανάσταση, γράφει: «Και τα ερείπια του Μεσολογγιού είναι γιομάτα από μία τέτοια ομιλητικότητα, που κανείς άλλος λόγος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της». Πιστεύω πως ο υψηλός αυτός λόγος εμπεριέχεται μέσα στη σιωπή των εδώ νεκρών, και μου είναι δύσκολος ο διάλογος μαζί τους. Αν είχαμε καλλιεργήσει την εθνική μας ευαισθησία, θα μπορούσαμε να συλλάβουμε αυτό το λόγο με τις εσωτερικές μας κεραίες, που είναι ανώτερες από τα εξωτερικά μας αισθητήρια.



Έτσι αρχίζω αυτό το λόγο με πολλή συστολή, νιώθοντας την ανάγκη να ζητήσω συγγνώμη από τους «τήδε κειμένους» γιατί γνωρίζω πως δεν μπορεί παρά να υπερέχει ο λόγος τους, μια που εμείς είμαστε ηθικά μικρότεροι τους. Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να ζητήσω συγγνώμη και για λογαριασμό του έθνους μας, για το κενό που παρατηρείται στις μέρες μας γύρω από το Μεσολόγγι. Πάντως, ο ίδιος εγώ, θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται λιγότερο βέβηλος, προσπαθώντας να προσεγγίσω με το δικό μου λόγο το λόγο τους, προσπαθώντας να ειπώ όσα εκείνοι θα έλεγαν, αν μπορούσαν να στείλουν ένα αντιπρόσωπο τους σε τούτο το βήμα.



Λέω λοιπόν πως θα έπρεπε την ημέρα της επετείου αυτής, να βρίσκεται συγκεντρωμένο γύρω από το Μεσολόγγι όλο το έθνος. Να έχει περικυκλώσει, νοερά, τον ιερό αυτό τόπο με την αφοσίωση του και με την πίστη του, όπως εδώ και 163 χρόνια τον είχαν περικυκλώσει τ' ασκέρια του Κιουταχή και του Ιμπραΐμ. Θα έπρεπε τα παίδια των σχολείων όλης της χώρας, αφού πρώτα είχαν διδαχθεί από την καλή Παιδεία, να προσανατολίζονται την ώρα αυτή προς το Μεσολόγγι, για μία ολιγόλεπτη σιωπή και περισυλλογή, μία που το πιο κοντινό μας μνημείο, μετά τον Παρθενώνα και την Αγία-Σοφία, είναι το ιδεατό μνημείο το Μεσολογγίου.



Δεν με διακατέχει κανενός είδους σωβινισμός ή προγονοπληξία. Φτάσαμε όμως στο σημείο να θεωρούμε αναχρονισμό την αναφορά στην ιστορία μας, ενώ δεν δημιουργήσαμε τίποτα άλλο μεγάλο για να μπορούμε να ακουμπήσουμε και χωρίς κάποια στηρίγματα και κάποιες ρίζες, δεν μπορεί να πάει μπροστά ένα έθνος. Κατά τα άλλα, εκείνοί, οι προγονοί μας δηλαδή, υπήρξαν αυτό που γνωρίζουμε ότι υπήρξαν. Αλλά για μας, σημασία έχει μόνον αυτό που εμείς είμαστε αυτή τη στιγμή. Στους παλαιούς οφείλουμε ό,τι οφείλει και όλος ο άλλος κόσμος. Εμάς, δεν θα μας εξαγιάσει η καταγωγή μας, αν δεν μας εξηγιάσουν τα έργα μας.



Ότι ήταν να λεχθεί εδώ ο' αυτό τον τόπο και την ιστορία του, έχει λεχθεί. Δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαβαίνουμε. Εκείνο που θα επιθυμούσαν οι νεκροί, αν μπορούσαν να επιθυμούν ακόμη, θα ήταν να ερχόμαστε εδώ και να τους εξιστορούμε τα πεπραγμένα μας. Να τους λέμε τι την κάμαμε την Ελευθερία που μας έδωσαν. Τι φτιάξαμε μ' αυτή. Και το σπουδαιότερο απ' όλα να τους αναφέρουμε πόσο κοντά και πόσο μακριά βρίσκεται η ψυχή μας από την ψυχή του Μεσολογγίου. Αν διατηρήθηκε η ηθική συγγένεια μαζί τους. Αν έχουμε το δικαίωμα να συνδιαλεγόμαστε με κούφια λογία μαζί τους και να τους λέμε «πατέρες».



Επιτρέψτε μου να εκφράσω τον προσωπικό μου φόβο. Νομίζω πως αποσυρόμαστε από το προσκήνιο της ιστορίας. Πως απομακρυνόμαστε από τους δασκάλους μας. Γιατί πιστεύω πως πρώτος δάσκαλος στην ιεραρχία έρχεται η πράξη και δεύτερος ο λόγος. Πολλά έθνη αποσύρθηκαν από το προσκήνιο της ιστορίας. Πολλές γλώσσες έπαψαν να μιλιούνται. Και η ανθρωπότητα βέβαια μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ελλάδα, αλλά η ηθική δεοντολογία μας λέει πως δεν επιτρέπεται να υπάρξει δίχως αυτή. Υπάρχουν πράγματα τα οποία πρέπει να μείνουν και να μείνουμε και μείς κοντά τους. Το Μεσολόγγι π.χ. δεν χωράει σε κανένα ξένο Μουσείο όπως χώρεσε η Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο του Παρισιού.



Το Μεσολόγγι υπήρξε η τελευταία μεγάλη αχυροποίητη Ακρόπολη του Ελληνισμού και θα έπρεπε να μάθουμε τα παιδία μας να την διακρίνουν. Να ιδούν αυτό το ύψος που δεν μετριέται με τα κοινά μέτρα, γιατί ξεπερνάει όλα τα ανθρώπινα μέτρα. Αλλά γι' αυτό θα έπρεπε να τα μάθουμε να κοιτάζουν προς τα πάνω και όχι εκεί που κοιτάζουν σήμερα.



Ο Νίκος Καζαντζάκης σ' ένα κείμενο του, που βάζει τα γκρεμισμένα τείχη του Μεσολογγίου δίπλα στο Μαραθώνα, επινοεί και σημειώνει έναν ιδιαίτερα προσφυή χαρακτηρισμό του Έλληνα-ανθρώπου. Οι ανθρωπολόγοι και οι παλαιοντολόγοι, όπως γνωρίζουμε, έχουν κατατάξει σε διάφορες κατηγορίες το ανθρώπινο είδος στη μακραίωνη εξέλιξη του, όπως π.χ. είναι ο Homo Silvestris, ο Homo Sapiens. Ο Καζαντζάκης πρόσθεσε κι ένα άλλο είδος ανθρώπου: τον Homo Hallenicus. Είδε δηλαδή τον Έλληνα-άνθρωπο, διαχωρίζοντας έτσι τη μοναδικότητα του έπειτα από τις διάφορες εξελίξεις της προϊστορίας. Ίσως να υπάρχει σ' αυτόν τον χαρακτηρισμό ένα είδος φυλετικής έπαρσης, αλλά πρέπει να την λάβουμε υπόψη ως ένα είδος ποιητικού επιγραμματικού ύμνου προς τον Έλληνα-άνθρωπο, που το πνεύμα του πλούτισε αυτό τον κόσμο με το λόγο και με τις πράξεις, αντιστεκόμενο συνεχώς στο βαρβαρισμό για χάρη του πολιτισμού. Αυτός ο Homo Hallenicus, ετράφη από το ίδιο χώμα που τρέφει σήμερα κι εμάς, φωτίστηκε από τον ίδιο ήλιο που φωτίζει κι εμάς, γαλουχήθηκε από τα ίδια φαινόμενα που περιβάλλουν σήμερα κι εμάς. Και σ' αυτόν τον άνθρωπο που όπως δείχνουν τα πράγματα καταποντίζεται διαρκώς από την κακή παίδευση και τις κακές συγκυρίες, πρέπει να του δώσουμε χέρι βοηθείας, για ν' ανεβεί μερικά από τα σκαλοπάτια που κατέβηκε χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος.



Η φωνή που εξέπεμψε το Μεσολόγγι, το οποίο εμποδισμένο από τα Βαρβαρικά στίφη, εκτινάχτηκε προς τα πάνω, ήταν ένα ηχηρό «παρόν», προς όλο τον κόσμο. Ήταν το ελληνικό «παρόν» που εξεπέμφθη στο πείσμα των ανίερων «Ιερών Συμμαχιών» που η γνώμη τους για τους Έλληνες εκφράστηκε από το στόμα του ίδιου του Μέτερνιχ: «πρόκειται για καμία τριακοσαριά χιλιάδες άτομα που θα πρέπει να κρεμαστούν, να στραγγαλιστούν, να παλουκωθούν». Για να προσθέσει: «Αυτό άλλωστε θα είναι ένα ασήμαντο γεγονός για την Ευρώπη». Ασήμαντο γεγονός η εξόντωση ενός λαού, που ανέδειξε το ίδιο το ανθρώπινο γένος και εκόσμησε την ιστορία του.



Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία παρένθεση για να σας θυμίσω με πόσους εχθρούς παλεύει αυτός ο λαός και πόσο άκαμπτα και αποφασιστικά το πνεύμα του αντιστέκεται. Σ' ένα Συνέδριο που θα γινόταν στη Βερόνα το 1822 και στο οποίο έπαιρναν μέρος όλοι οι κραταιοί της Ευρώπης, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Αυστρία, η Πρωσία, όλοι δηλαδή οι Επίτροποι των καταπιεσμένων λαών τους και φανατικοί εχθροί του δικού μας λαού, η προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει μια επιτροπή, να τους επιδώσει ένα έγγραφο στο οποίο έλεγαν πως αν δεν ακουστεί και η δίκη της γνώμη δεν θα πειθαρχούσαν σε καμία τους απόφαση. Όταν όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης και ο Ανδρέας Μεταξάς έφτασαν στην Αγκώνα, οι κύριο Σύνεδροι χαρακτήρισαν αυθάδη την τόλμη τους και ζήτησαν από τον Πάπα να τους απελάσει. Και, φυσικά, με τη διακήρυξη του το Συνέδρίο, καταδίκαζε για μία ακόμη φορά την Ελληνική Επανάσταση. Μετά το αποτυχημένα εγχείρημα προς τη Βερόνα, ο Ανδρέας Μεταξάς, έγραψε: «Οι ηγεμόνες μας εγκαταλείπουσι και εις ημάς μόνο έχομεν να ελπίζομεν».



Ο εχθρός λοιπόν δεν ήταν μόνον αυτός που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες μαχόμενοι από το ένα βουνό τους στο άλλο. Ήταν και ο επιλήσμων κόσμος της Ευρώπης, που είχε διαγράψει από το λεξιλόγιο του τη λέξη Δικαιοσύνη και τη λέξη Αρετή. Κι όταν κάποτε έδειχνε πως ρίχνει ένα βλέμμα συμπάθειας στους Έλληνες, το Βλέμμα αυτό είχε αλλού την αρχή του. Δεν ήταν κάτι έξω από τους κανόνες του ανέντιμου παιχνιδιού των μεγάλων Δυνάμεων, όπως συνέβη με τα Ορλοφικά. Οι Έλληνες πλήρωναν τους συμφεροντολογικούς τους ανταγωνισμούς. Η σφαγή που ακολουθούσε ήταν δική τους. Ο Χριστιανισμός των Ηγεμόνων της Ευρώπης, ήταν απλώς μία μάσκα. Ένας τούρκικος φερετζές.



Η αλήθεια είναι αυτό που γράφει ο Αύγουστος Φαμπρ στο βιβλίο του «Η ιστορία του Μεσολογγιού». Βέβαια θα προτιμούσαν οι Ηγεμόνες της Ευρώπης, να κατάφερναν οι Τούρκοι, χωρίς οι ίδιοι αυτοί να ανακατευθούν, να σφάξουν έξι εκατομμύρια Χριστιανούς. Θα προτιμούσαν να λέγανε, όπως ο Πιλάτος, όταν παράδινε το Χριστό στους δημίους του: Νίπτουμε τας χείρας μας.



Αλλά στο κέντρο της εχθρικής δίνης που φυσούσε γύρω από τον επαναστατημένο λαό μας βρέθηκε το Μεσολόγγι. Η πολιορκία του στάθηκε πολύπλευρη και πολύμορφη. Η μεγάλη καταιγίδα συγκεντρώθηκε πάνω του. Ο Σουλτάνος είχε δώσει εντολή στον Κιουταχή: «Ή το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου». Και οι Ευρωπαίοι έκαναν ότι μπορούσαν για να σώσουν το πολύτιμο κεφάλι του Κιουταχή. Αυστριακοί και Γάλλοι αξιωματικοί του καταστρώσανε τα σχεδία της επίθεσης εναντίον του Μεσολογγίου. Τα ευρωπαϊκά καράβια πήγαιναν κι ερχόνταν φορτωμένα με τροφές και πολεμοφόδια (αντί της χάριτος και της ευγνωμοσύνης προς την αρχαία Ελλάδα) ενώ το καράβι με τα παξιμάδια που η Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση έστελνε προς τους πεινασμένους, έρχονταν και ποτέ δεν έρχονταν.



Κι όταν έπεσε το Μεσολόγγι, ο Φίλιππος Γκριν, πρόξενος της Αγγλίας στην Πάτρα, έτρεξε να δώσει τα συγχαρητήρια του στον Κιουταχή και τον Ιμπραΐμ. Ενώ ένας αθεόφοβος δυτικός ιερωμένος, έστελνε αναφορά πανηγυρίζοντας: «Τα κομμένα αυτιά των σκοτωμένων (που θα στέλνονταν δώρο στο Σουλτάνο) είναι για την ακρίβεια τρεις χιλιάδες εκατό ζευγάρια». Αυτά. Και τότε η Θεία Δίκη ολιγώρησε και δεν έβρεξε πάνω τους κεραυνούς.











Είναι δύσκολο να αναπαραστήσει κανείς το μεγαλείο αυτής της πολιορκίας και αυτής της Εξόδου, που συγκλόνισε τους λαούς κι έκαμε τους λαμπρότερους ποιητές της Ευρώπης να σηκωθούν όρθιοι και να ράνουν με άνθη το θρύλο του Μεσολογγίου. Κι όλοι ξέρουμε πως η κρίση των ποιητών είναι και κρίση της ιστορίας. Κι αυτό που αποφαίνεται η ιστορία είναι αυτό που διατυπώνει ο Αύγουστος Φαμπρ: «Δεν λέω καμία υπερβολή. Η άμυνα του Μεσολογγίου αποτελεί ένα από τα πιο ωραία πρότυπα, ίσως το ωραιότερο από όλα που ο πατριωτισμός και το θάρρος προσφέρανε ποτέ στην ανθρωπότητα».



Μερικές λεπτομέρειες μόνο θα μπορούσαν να μας δώσουν μια γεύση της τραγωδίας που μεταβλήθηκε σε θείον δράμα. Λίγο πριν από την Έξοδο, πετεινοί δεν λαλούσαν στο Μεσολόγγι, γαϊδούρια δεν γκάριζαν, σκύλοι δεν γάβγιζαν. Είχαν κι αυτά τα ανύποπτα ζώα, θυσιαστεί στα πόδια της Ελευθερίας. Και οι πεινασμένοι κοιτούσαν ματαία προς τη θάλασσα, να ιδούνε να πλησιάζει το καράβι με τα παξιμάδια.



Οι εξακόσιοι λαδωμένοι θα συρθούν - μόνοι τους ή θα μεταφερθούν στα είκοσι τέσσερα μόνο σπίτια που έμειναν γερά από όλο το Μεσολόγγι, θα τοποθετηθούν στα παράθυρα, άλλος με ένα χέρι, άλλος με ένα πόδι, άλλος με ένα μάτι, ένα νέου είδους Κυναίγειροι και θα πολεμήσουν από κει ως την τελευταία στιγμή, γνωρίζοντας πως πλησιάζει ο Άγγελος που θα έπαιρνε την ψυχή τους.



Ο κουτσός γέροντας Χρήστος Καψάλης, ακουμπώντας στο ραβδί του περιέρχεται τα αγαπημένα του σοκάκια του Μεσολογγίου και ειδοποιεί φωνάζοντας: «Όσοι γέροι και άρρωστοι θέλουνε να βρούνε γρήγορο και τιμημένο θάνατο, να 'ρθουνε το βράδυ στην μπαρουταποθήκη!» Και η μπαρουταποθήκη γιόμισε από αρρώστους, από γέροντες, από γυναίκες κι από παίδια. Ο Στέφανος Ξένος στην «Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστάσεως» αναφέρεται σε μια ηρωίδα γυναίκα, καταλαβωμένη, με τσακισμένο το γόνατο, σερνόμενη, να κατορθώνει να φτάσει ως εκεί όταν η πόρτα της μπαρουταποθήκης είχε κλείσει κι ήταν όλα έτοιμα για την ανατίναξη. Χτυπάει την πόρτα να της ανοίξουν, αλλά από μέσα της αποκρίνονται πως δεν χωράει άλλος. «Είμαι βαρεμένη, τους φωνάζει, ανοιχτέ μου! μη μ' αφήνετε απ' έξω!» Λες και έξω ήταν το σκοτάδι και μέσα το φως. Λες και έξω ήτανε η καταιγίδα και μέσα η θαλπωρή. Κι η πανύψηλη φλόγα από την ανατιναγμένη μπαρουταποθήκη, δεν φώτισε μόνο το Μεσολόγγι και τα πέριξ, νερά και βουνά. Φώτισε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. Αξίζει να σημειώσω τη φράση που ο Καψάλης είχε ειπεί την προηγούμενη, σ' έναν σύντροφο συνομιλητή του, μιλώντας μαζί του για το επικείμενο ολοκαύτωμα: «Θα δεις από το βουνό τον Καψάλη σου να πετάει προς τα πάνω». Και το σημειώνω για να ειπώ πως δεν είχε τίποτε το υπερβατικό το ποίημα του Γερμανού Γουλιέλμου Μύλλερ, που το τιτλοφορεί η «Ανάληψη του Μεσολογγίου». Και πρέπει να ειπώ πως αν ζούσα εκείνα τα χρόνια και έγραφα ένα ποίημα για το φαινόμενο Μεσολόγγι, θα του έδινα τον τίτλο «Ουράνιες δυνάμεις επί της γης».



Είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσει κανείς υπερβατικά σχήματα, για να εξηγήσει το φαινόμενο του Μεσολογγίου. Περικυκλωμένο από στεριά κι από θάλασσα και μ' έναν ουρανό απάνω τους, τον οποίον αν ήθελαν θα μπορούσαν να επικαλεστούν, να βρέχει οβίδες, συμπεριφέρεται ως να είναι πέρα για πέρα ελεύθερο μέσα στην πολιορκία του. Τους μένει η γης που κι αυτή σείεται κάτω από τα πόδια τους. Τους μένει το τείχος και η τάφρος που θα ήταν μία αστεία υπόθεση για τον εχθρό, αν δεν προστατεύονταν από της ψυχής τους το τείχος που στέκονταν όρθιο πίσω απ' αυτά.



Δυο φορές μας λέει ο Κασομούλης, με τη γλωσσική του ανεπάρκεια, «το τείχος ελύγισεν από τον χτύπον των πυροβόλων προς τα έξω, να πέσει και κανένας δεν ετραβήχτη, παρά εφώναζαν: Με τον τοίχον όλοι ομού, έξω! Τα σπαθιά και τα γιαταγάνια (μας) αρκούν. Και δεν ήταν μόνο τα σαθρά τείχη, οι Οθωμανοί και οι Ευρωπαίοι Ηγεμόνες. Ο παλμός του έθνους άρχισε να ατονεί. Θα έλεγε κανείς πως η καρδία του έθνους αποσπασμένη από το υπόλοιπο σώμα έμεινε να χτυπά μόνη της στο Μεσολόγγι».



Αξίζει να παραθέσουμε μια ακόμη μικρή παρένθεση. Όταν αποσταλμένοι της φρουράς του Μεσολογγίου, πήγαν στην προσωρινή κυβέρνηση στ' Ανάπλι να ζητήσουν βοήθεια, το πρώτο που τους ρώτησαν δεν ήταν το τι νέα τους φέρναν από το Μεσολόγγι, αλλά αν είναι Κωλετικοί ή Μαυροκορδατικοί. Αρχίζει η μόνιμη εθνική μας ασθένεια. Χάνεται το μέτρο των αξίων. Την ίδια ώρα που γινόταν στ' Ανάπλι η κομματική αυτή ανάκριση στους αποσταλμένους της φρουράς, τα μικρά παίδια των Μεσολογγιτών, διαθέτοντας μιαν έμφυτη ευφυία αρχιστράτηγου, ανέβαιναν πάνω στα τείχη και πετροβολούσαν απ' έξω τους Τούρκους.



«Η καρδία των Μεσολογγιτών, γραφεί ο Κασομούλης, εσπάραξεν περισσότερο από μερικές ειδήσεις που έρχονταν από την προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση παρά από τον Ιμπραΐμ». Βλέπουμε από ποιο χτες αρχίζει η κακοδαιμονία και του δικού μας σήμερα. Και η δική μας καρδία έχει, σήμερα, αιτίες σπαραγμού.



Εκείνο που θα ήθελα να γίνει έμμεσα αντιληπτό με τα όσα είπα, είναι η ηθική απόσταση που χωρίζει σήμερα την ψυχή μας, από την ψυχή του Μεσολογγίου. Να αφυπνίσω, αν ήτανε δυνατό, την υπνώτουσα μνήμη, την υπνώτουσα συνείδηση. Εκείνοι για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό τους, εκατονταπλασίασαν την ψυχή τους. Ο ένας δεν ήταν ένας. Με μία θεϊκή έξαρση, ανέβηκαν πάνω από το φόβο, πάνω από τον εαυτό τους και τις ανάγκες του. Γνώριζαν το τέλος τους, αλλά συνέβη το παράδοξο, να μην πιστεύουν πως υπάρχει τέλος. Ως να είχαν να κάνουν μ' έναν αμφίδρομο περίπατο: Από τη ζωή στο θάνατο κι από το θάνατο στη ζωή. Περπατούσαν με άνεση ανάμεσα ο' αυτά τα δύο ως να μην τα χώριζε τίποτα.



Η φιλοσοφία τους ήταν η απλή σκέψη που έκανε ο Μακρυγιάννης: «Εμείς απ' ούλα είμαστε αδύνατοι (...) κι αν αποθάνωμεν (...) αυτός ο θάνατος είναι γλυκός...» Μπορεί να σκεφτεί κανείς πως θα υπήρξαν εδώ και αγωνιστές που θα έκαναν μία προσευχή διαφορετική από κείνη των άλλων ανθρώπων. Όπως: «Τι θα γινόμαστε, κύριε, αν δεν είχες προνοήσει να υπάρχει και ο θάνατος;» Γιατί ο θάνατος ήταν για τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, ο πιο κοντινός τους φίλος, το πιο ασφαλές τους καταφύγιο, η πιο ασφαλής τους λύτρωση, θα έλεγε κανείς πως το σώμα τους λειτουργούσε σαν ψυχή και όχι σαν σώμα. Πως τα μέλη του σώματος τους ήταν μέλη της ψυχής τους. Πως δεν βρισκόταν η ψυχή τους μέσα στο σώμα τους, αλλά το σώμα τους μέσα στην ψυχή τους. Κι ίσως, ας το ειπώ κι αυτό, αν έβλεπαν το δικό μας σήμερα και το πρόσφατο μας παρελθόν, απογοητευμένο, να ζητούσαν να καταφύγουν πέραν και αυτού του θανάτου.



Θα έπρεπε τα όσα γραφτήκαν για την υπόθεση του Μεσολογγίου, από τους ντόπιους απομνηματογράφους εκείνης της εποχής κι από τους ξένους, να έχουν κωδικοποιηθεί και οι τόμοι τους ν' αποτελούν το πρώτο μέρος των σχολικών μας βιβλιοθηκών. Θα μπορούσαν μάλιστα να έχουν το γενικό τίτλο: «Ο δάσκαλος μας το Μεσολόγγι».



Αυτό που είπε ο Μεσολογγίτης Χαρίλαος Τρικούπης: «Η Ελλάς προώρισται να ζήσει και θα ζήσει», έχουμε ρίζες και μπορεί να βγει αληθινό. Αρκεί, όπως εκείνοι δεν φοβόντουσαν το θάνατο, να μη φοβόμαστε κι εμείς την αλήθεια. Και να το παραδεχθούμε: Έχουμε κι εμείς σήμερα ανάγκη από μια Έξοδο. Μία έξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της ίδιας της ολιγωρίας μας, του ίδιου του ψεύδους μας, του ίδιου του εαυτού μας. Οφείλουμε να αντιτάξουμε άμυνα στην εθνική μας φθορά. Έχουμε ανάγκη, σαν έθνος από ένα άλλο τείχος, μίαν άλλη τάφρο. Οι ψυχές των παιδιών μας, μέσα στη γενική κρίση που τα περιβάλλει, έχουν μείνει ανοχύρωτες.



Η Μεσολογγίτισσα που θαλασσοδαρμένη έφτανε στη Ζάκυνθο, σύμφωνα με το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, για να ζητιανέψει «χρήματα και πανιά για τους λαβωμένους» θα μπορούσαμε να ειπούμε πως είτανε τότε η ίδια η Ελλάδα. Κι αν μπορούσε να αναλύσει κανείς το λυγμό της μπροστά στη χλεύη της «γυναίκας της Ζάκυνθος» θα μπορούσαμε να δώσουμε το νόημα του με τέσσερες λέξεις: «Εγώ είμαι το έθνος». Πράγμα που θυμίζει εκείνο το «εγώ ειμί» του Ιησού.



Καλό θα ήταν λοιπόν σήμερα αντί να γυρίζουμε σε όλη την Ελλάδα και να σκυλεύουμε τους νεκρούς, για πολιτικούς λόγους, θα έπρεπε οι πολιτικοί μας αρχηγοί, σε κάθε επέτειο του Μεσολογγίου, να έρχονται εδώ. Να δημιουργήσουν μία Αμφικτυονία του Μεσολογγίου. Να απλώνουν το χέρι τους και να ορκίζονται πάνω απ' αυτό το χώμα, ενθυμούμενοι τους πολιορκημένους, που νεκροί σχεδόν από την πείνα, εβάδιζαν προς την Έξοδο, ως να είχαν αγγελοποιηθεί και να μην πατούσαν στο χώμα.



Γιατί πρέπει να παραδεχτούμε πως οι ηθικές μας αντιστάσεις μειώνονται μέρα με τη μέρα και ζούμε σε κρίσιμους καιρούς. Κι όταν ένα Έθνος πεθαίνει μέσα στις ψυχές των πολιτών του, ο θάνατος του δεν είναί έπειτα παρά θέμα τυπικής διαδικασίας. Και ας μην το ξεχνάμε: «Είς ημάς μόνον έχομεν να ελπίζομεν».



Νικηφόρος Βρεττάκος, Γιορτές της Εξόδου, 17 Απριλίου 1989




πηγή : http://www.filomantis.gr/


 
*/*Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!*/*