"Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι"

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Μεσολόγγι ( η ιστορία διηγείται...)


το Μεσολόγγι προεπαναστατικά

12 Οκτώβρη 1825 είσοδος Αιγυπτίων ρίχνοντας ογδόντα κανονιοφόρες σχεδίες στα νερά της λιμνοθάλασσας


-Του υποσχέθηκε την Κρήτη σε περίπτωση που μας αφανίσει.

Τ' ασκέρι του ταχτικός στρατός εκπαιδευμένος από αξιωματικούς του Ναπολέοντα. Μετά το Βατερλώ γίνηκαν μισθοφόροι.

Γάλλου νους. Στο Μανιάκι φάγανε τον Παπαφλέσσα με τους 300 συντρόφους του.

Τώρα βρίσκεται εδώ. Ήρθε να βοηθήσει τον Κιουταχή 26 Φλεβάρη ύστερα από λυσσώδεις αγώνες και λάθος ανατίναξη πυρομαχικών του

δεκάχρονου Σπύρου Πεταλούδη, πέφτει το Βασιλάδι.

Στις 29 Φλεβάρη πέφτει και ο Ντολμάς

Στη 1 Μάρτη πάει και το Αιτωλικό.
μάχη στο Μεσολόγγι


Το Μεσολόγγι είναι πολιορκημένη πολιτεία από παντού.

ένας αντίπαλος πολύ επικίνδυνος φάνηκε. Ένας αντίπαλος που κανένας άνδρας δεν καυχήθηκε πως τον είχε ποτέ νικήσει.

Η πείνα. Είχε έρθει αργά χωρίς να την πάρουν χαμπάρι, από μέρα σε μέρα γινόταν όλο και πιο έντονη πιο ανυπόφορη.

Όλες οι προμήθειες είχαν επιταχθεί.

Μια μέρα έπιασαν μια γυναίκα να ψήνει στη σχάρα κρέας κι η τσίκνα του ξαπλώθηκε τριγύρω.

- Θαύμα, θαύμα, θαύμα

- τι ψήνεις λοιπόν Μαρία; Κρέας; Που το βρήκες;

κι έμαθαν τότε, με φρίκη, πως είχε σφάξει το γαϊδαρό της, γιατί πεινούσαν τα παιδιά της.

Μια άλλη μέρα παρατήρησαν πως ο σκύλος του γέρο-Βαγγέλη του παπουτσή, το ήσυχο καστανόμαλλο ζώο είχε και αυτό

εξαφανιστεί κι ο γέρος αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι τον έφαγε.

Ύστερα οι γάτοι των σπιτιών, αλλά κι οι αδέσποτοι άρχισαν να εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο.

Κι όταν πέρασε η πρώτη εντύπωση της αηδίας και της φρίκης κι η πείνα καταντούσε όλο και πιο ανυπόφορη,

το πήραν απόφαση όλοι. Όποιος είχε ζώο, επιτρεπόταν να το φάει.

Άνδρες γυναίκες παιδιά καταπονημένοι από την πείνα έπεφταν στους δρόμους για να μη σηκωθούν πια.

Πολλές φορές ανακάλυπτε κανείς την αυγή πτώματα τεμαχισμένα κι άλλα που τους έλειπε το συκώτι και καταλάβαιναν τότε, με φρίκη

ότιτη νύχτα άνθρωποι είχαν φάει κρέας ανθρώπου. Άρχισαν να σαλεύουν τα μυαλά, να παραληρούν, να προσδοκούν δεν ξέρω σε ποιο θαύμα.

Σαν παγωμένο σάβανο η σκιά του θανάτου είχε εξαπλωθεί στο Μεσολόγγι.

Κοίταγαν τον ορίζοντα μέρα με τη μέρα με τη ελπίδα να δουν επιτέλους ν' έρχεται κανένα αδελφικό καράβι, για να τροφοδοτήσει την

πολιορκημένη πόλη. Ο τρομερός Μιαούλης που τόσες φορές είχε τσακίσει το μπλόκο και είχε προμηθεύσει με τροφές και πολεμοφόδια

τούτη τη φορά τους έγραψε ότι ήταν αδύνατο να περάσει.

Οι διάλογοι στα οχυρώματα ανάμεσα στους έλληνες και τους τούρκους, είναι αρκετά αποκαλυπτικοί , και δείχνουν ότι οι τούρκοι είναι

καλά πληροφορημένοι για την κακή κατάσταση των πολιορκημένων.



Ε καπετάν Γιάννη, που είσαι;

Εδώ είμαι, τι με θέλεις;

Βγάλε μου αυτήν την υποψία, καπετάνιε.

Λέγε να δούμε.

Δεν ακούω πια να γκαρίζουν οι γάιδαροι του Μεσολογγίου, ούτε τους σκύλους γαυγίζουν. Τι τους κάνατε;

Τους μορφώσαμε και τους μάθαμε να μη φωνάζουν. Για να μας αφήνουν να κοιμούμαστε ήσυχοι, για να μπορέσουμε να σας αιφνιδιάσουμε

καλύτερα και να σας ξεκοιλιάσουμε.

Χα χα χα ! μη με κάνεις και γελάω! Πες καλύτερα πως τους φάγατε, αφού δεν έχετε ψωμί. Αλλά τώρα που δεν έχετε ούτε γαιδάρους,

ούτε σκύλους, ούτε ποντικούς, τι σκοπεύετε να φάτε;

Σκατά στα μούτρα σας. Εσάς θα φάμε και πιο γρήγορα απ΄ ότι νομίζεις, παλιοκερατά.

                                           η μετάληψη των Μεσολογγιτών από τον Ιωσήφ Ρωγών

Συμβούλιο θανάτου

Συναγρικήθηκαν για τις φαμελιές, τα μικρά παιδιά θα κλαίνε σκέφτηκαν.

- για να μη φανερωθούνε από τις φωνές, να σφάξουμε όλες τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά.

- Μα όποιος λιγοψυχήσει, θα σφάξει ο ένας τ' αλλουνού τη φαμέλια.

- Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος, είμαι αρχιερύς! Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον να θυσιάσετε εμένα!

Απόμειναν ως μισή ώρα βουβοί και τέλος κάποιος είπε να εγγυηθεί ο καθένας τη φαμελιά του. Όσο για τα παιδιά, λίγο πριν βγουν

θα τα ποτίσουν αφιόνι, να κοιμηθούν και να μη κλαίνε. Κι όποιος έχει τύχη να γλιτώσει καλά. Όποιος πεθάνει ας πάει στην ευχή.

- Τι θα κάνουμε με τους λαβωμένους και οι άρρωστους

Πρέπει να το δεχτούν, μια και βρίσκονταν του θανατά, να μείνουν και να πεθάνουν πολεμώντας. Θα τους μαζέψουμε όλους στα γερά

σπίτια, θα τους δώσουμε φουσέκια και νερό και θα τους κλείσουμε μέσα.

Οι αξιωματικοί κι οι πολεμιστές κάνανε όλοι από μια τζάντα για να βάλουν τα φουσέκια. Όσοι δεν είχαν πάλα ή γιαταγάνι,

στερέωσαν μια μπαγιονέτα πάνω σ΄ ένα κοντάρι.

Κείνη τη μέρα ένας Κραβαρίτης έκοψε κρέας από το μηρί ενός σκοτωμένου και το ΄φάγε.

Ο Απόστολος Τζαλάχας 55 χρονών άνθρωπος, από μικρό παιδί αρματολός, νιώθοντας τον εαυτό του αδύναμο για να μπορέσει να σωθεί,



ξεζώνεται τα άρματα του και τα δίνει στον ανιψιό του Γιώτη Σεϊζη - Παιδί μου από μικρός κλέφτης και αρματολός αυτά καζάντισα. Πάρτα, Δεν τα ντρόπιασα πουθενά.

Τα γόνατα μου δεν βαστούν να τρέξω τόσο κάμπο και ανήφορο. Εγώ θα μείνω να πεθάνω εδώ, όπου θα πλέξει ύστερης που θα φύγετε , το βουβάλι στο αίμα. Φτάνοντας στον Ανεμόμυλο, πήγα και βρήκα τον Καψάλη στην μπαρουταποθήκη. Του είπα τι ώρα έπρεπε να βάλει φωτιά.

Μ΄ αποκρίθηκε:

- Δεν θέλω ορμήνιες, μόνο ώρα καλή σας, Κι άμα φτάσετε στο ριζό του βουνού, ακούτε και βλέπετε τον Καψάλη που θα πετά.

Όλα τ΄ ανδρόγυνα πορεύονται, στο προσδιορισμένο γεφύρι με άκρα σιωπή. Οι πατεράδες με το γιαταγάνι κρεμασμένο στόνα χέρι και

με το ντουφέκι από το λουρί στον ώμο, κράταγαν απ΄ τ΄ άλλο χέρι κανένα από τα παιδάκια τους είτε τη γυναίκα τους.

Πολλές γυναίκες ντύθηκαν αντρίκεια και αρματώθηκαν και δεν ξεχώριζαν ούτε στην περπατησιά από τους άνδρες.

Καψάλης

- Όποιοι γέροι κι άρρωστοι θένε να βρούνε γλήγορο και τιμημένο θάνατο να ΄ρθουν το βράδυ στο τζεμπιχανέ!

Σαν γιόμισε κλείνει ο Καψάλης την πόρτα και βγάζει τις πιο νέες στα παράθυρα, να τις δουν οι εχθροί να μαζευτούν.

Τις ξεχωρίζουν οι Τούρκοι στ΄ αχνό φως του φεγγαριού


Έξοδος

Πάνω σε τούτη τη βράση, που τα ντουφέκια χτύπαγαν κατάστηθα και τα γιαταγάνια στάζαν αίμα, οι μάνες που κρατούσαν μωρά

στην αγκαλιά

τους, τα ρίχνουν, όπως κοιμόνταν βαθειά από τ' όπιο που τα είχανε ποτίσει, μέσα στα ρηχά πηγάδια

για να περάσουν από τον ύπνο στο θάνατο.

Πολλές γυναίκες στη έξοδο φόρεσαν αντρίκεια ρούχα κι αρματώθηκαν. Σε τίποτις δεν ξεχώριζαν από τους άλλους πολεμιστές.



Μια απ΄ αυτές η Σουλιώτισσα Σάνα παρακόρη του Μάγιερ. Σφάζουν μπροστά στα μάτια της τον Μάγιερ και τη μεσολογγίτισσα γυναίκα του.

Η λεβεντοκόρη πολεμά λιονταρίσια και σώζεται. Ώσπου πέθανε, κράταγε τα αντρίκα ρούχα που φόρεσε στη Έξοδο και τα έδειχνε.

Η Γυφτογιάννενα , που σώθηκε κι έζησε πάνω από 90 χρόνια. Πριν πεθάνει λέει στις γυναίκές που την παράστεκαν:

- Μωρές τσούπρες.. εγώ πεθαίνω ύστερα από λίγο. Νάτο το κλειδί από τη κασέλα μου. Σαν την ανοίξετε κάτω- κάτω από τα σκουτιά μου

θα βρείτε μια καλή μου φορεσιά. Μ΄ αυτή να με θάψετε χωρίς άλλο και τότες θα έχετε την ευκή μου, μ΄ όλη μου την καρδιά.

Σαν πέθανε, ανοίγουν την κασέλα και βρίσκουν, κάτω- κάτω, αντί γυναικεία ρούχα, αυτά που φόρεσε στην Έξοδο, με το σελάχι και τα

τσαρούχια. Δεν είχε ποτέ πει τίποτα σε κανέναν πως τα 'κρυβε. Της τα φόρεσαν κι η Γυφτογιάννενα θάφτηκε με φορεσιά παλικαριού.

Το Μεσολόγγι βράζει ολόκληρο. Στις πλατείες, στα στενοσόκακα, στις γωνιές, πίσω από τα παραθύρια και τις πόρτες, πίσω από τα

μισογκρεμισμένα ντουβάρια, παντού δίνεται ένας πόλεμος ως το θάνατο. Το αίμα τρέχει ποτάμι. Τα κουφάρια των εχθρών και φίλων

σωριάζονται το ένα πάνω από το άλλο. Οι βόγγοι των χτυπημένων σμίγουν με τους αλαλαγμούς και τις στριγγλιές των γυναικών. Κείνη τη

ώρα ο Γεράσιμος Τσόρκας στέκεται μπροστά στη μπούκα ενός γεμάτου κανονιού, στημένου κατά τη λιμνοθάλασσα, γέρνει μπρος, βάζει

φωτιά στο φιτίλι κι ως αναπήδησε η μπάλα τον έκανε κομμάτια

Ο Πετροφίλης σκοτώνει τη νέα γυναίκα του και ο Χεινόπωρος την όμορφη αρραβωνιαστικιά του για να μη πέσουν στα χέρια των εχθρών,

κι έπειτα ρίχνουνται πάνω στους Τούρκους και πεθαίνουν.

Η Ελένη τρελή από το φόβο της δεν ξέρει που να πάει και τότε θυμάται το γέρο- Καψάλη.

Κερελάρ -κερελάρ φωνάζουν οι Τούρκοι





 
*/*Ευχαριστούμε που μας επισκεφθήκατε!*/*