H «EΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ» ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Tο γλυπτό που σμίλεψε για τον ήρωα ο φιλέλληνας Γάλλος «Δαβίδ από την Aγγέρη»
Pierre-Jean David d’ Angers
Γράφει ο MIXAΛHΣ K. TΣΩΛHΣ
Η ΜΕΓΑΛΗ επανάσταση των Ελλήνων του 1821 συγκίνησε βαθύτατα τους λαούς της Ευρώπης και αναπτύχθηκε ένα κλίμα φιλελληνισμού, με διάφορους τρόπους. Δεν ήταν λίγοι, τότε, οι ξένοι μεγάλοι συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφοι που εμπνεύστηκαν από τον ιερό εκείνο αγώνα και εκφράστηκαν, με την τέχνη τους, για τους ήρωες με θαυμασμό. Η ελληνική φουστανέλα, που απεικονιζόταν τον καιρό εκείνο «σε χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα πανιού και χαρτιού» σε όλη την Ευρώπη, εξέφραζε τα φιλελληνικά αισθήματα συμπαράστασης των λαών στο αγωνιζόμενο έθνος μας.
Ανάμεσα στα καλλιτεχνικά έργα που ενέπνευσε η εθνεγερσία σε ξένους γλύπτες και ζωγράφους, συμπεριλαμβάνεται και η «Ελληνοπούλα», επιτύμβιο άγαλμα που σμίλεψε, για τη μνήμη του ήρωα Σουλιώτη πολέμαρχου Μάρκου Μπότσαρη ο Γάλλος γλύπτης «Δαβίδ από την Αγγέρη» (Pierre-Jean David d’ Angers).
Ο Γάλλος καλλιτέχνης θαύμαζε τους αγώνες και τους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης για την ελευθερία. Όταν έμαθε για τον θάνατο του Μπότσαρη, βαθιά συγκινημένος, συνέλαβε την ιδέα να αφιερώσει μνημείο γλυπτό στη μνήμη του. Επί μέρες, μάλιστα, τον απασχολούσε η σκέψη πώς θα έπρεπε να το φιλοτεχνήσει.
Η έμπνευση τελικά, όπως διηγήθηκε, ο ίδιος, του ήρθε ξαφνικά από ένα περιστατικό, από μια ζωντανή εικόνα που είδε σ’ ένα νεκροταφείο, καθώς έκανε τον περίπατό του: «Μόλις πληροφορήθηκα τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη αποφάσισα να φτιάξω μνημείο για χάρη του... Πρόσμενα την έμπνευση. Μια μέρα, καθώς έκανα τον περίπατό μου κοντά σ’ ένα κοιμητήριο, είδα μια παιδούλα γονατιστή πάνω σ’ έναν τάφο να συλλαβίζει, με οδηγό το δάχτυλό της, τη χαραγμένη επιγραφή. Αυτό θα είναι το θέμα της συνθέσεώς μου, σκέφθηκα...».
Αναζήτησε έπειτα το πρότυπό του, το μοντέλο. Το βρήκε σε μια καλλίγραμμη φτωχή κοπελίτσα και άρχισε, με ιδιαίτερη ευαισθησία και ενθουσιασμό, να δημιουργεί δοκιμαστικά προπλάσματα. Το σμίλεψε τελικά ολομόναχος, με πολλή αγάπη και θαυμασμό, για τον αγνό, τίμιο και ηρωικό Σουλιώτη. Όταν όμως, μαθεύτηκε ότι το γλυπτό το φιλοτεχνούσε προς τιμήν του Μάρκου Μπότσαρη, συνάντησε και αντιδράσεις. Την αντίθεσή του μάλιστα εξέφρασε, καθώς αναφέρεται, και ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ι’, ο οποίος δεν ήθελε να φιλοτεχνηθεί έργο για «επαναστάτη», όπως χαρακτήριζε τον ήρωα.
Ο γλύπτης, ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να φέρει εις πέρας το έργο του. Προχώρησε λοιπόν στο πρόπλασμά του και εργάστηκε με πάθος ώστε να μεταφέρει την «Ελληνοπούλα» του στην τελική της μορφή στο μάρμαρο. Χρησιμοποίησε μάλιστα μάρμαρο από την Καρράρα. Όταν το γλυπτό εκτέθηκε για πρώτη φορά, το 1827, σε έκθεση των Παρισίων, προκάλεσε τον γενικό θαυμασμό. Όλοι έλεγαν ότι επρόκειτο για αριστούργημα, ενώ ο ίδιος δεν έπαψε να το ονομάζει «λατρευτό παιδί» του. Θαυμασμό και επαίνους απέσπασε το έργο αυτό και επτά χρόνια αργότερα, το 1834, όταν εκτέθηκε ξανά στους φιλότεχνους και στο ευρύ κοινό.
Εκείνο τον καιρό διέμενε στο Παρίσι και ο Έλληνας λόγιος Μιχαήλ Σχινάς, που είδε το φιλελληνικό αυτό έργο με πολύ θαυμασμό και γνώρισε τον Γάλλο γλύπτη. Έκανε μάλιστα τότε και φιλοπάτριδες σκέψεις, ώστε να γίνει το μνημείο αυτό ελληνικό και να διακοσμήσει, σε ένα νέο ενταφιασμό των οστών του, το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι. Τις σκέψεις του αυτές τις γνωστοποίησε ο Σχινάς τόσο προς τα ανάκτορα, στον βασιλιά Όθωνα, όσο και στην Αντιβασιλεία.
Ο Δαβίδ δωρίζει το «λατρευτό παιδί του» στην Ελλάδα
Pierre-Jean David d’ Angers
Μετά την αναφορά του Σχινά η Ελλάδα εκδηλώνει ενδιαφέρον για το γλυπτό. Με διαταγή της Αντιβασιλείας προς τη Γραμματεία Εξωτερικών, ζητήθηκαν πληροφορίες από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι για το έργο.
Τον Μάρτιο του 1834 ο γραμματέας Εξωτερικών Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αναφέρει ότι, σύμφωνα με πληροφορίες από το Παρίσι, ο γλύπτης της «Ελληνοπούλας», ή και αλλιώς ονομαζόμενης «Κόρης του Μπότσαρη», είχε εκφράσει πρόθεση-επιθυμία να προσφέρει δώρο στην Ελλάδα το περίφημο αυτό έργο του.
Η επιθυμία του γίνεται τελικά πραγματικότητα. Το γλυπτό αριστούργημά του αποστέλλεται με το γαλλικό πλοίο «Αχιλλεύς» στην Ελλάδα και εκφορτώνεται στο Ναύπλιο. Προορίζεται όμως για τον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη. Γι’ αυτό, τον Ιανουάριο του 1835, η «Ελληνοπούλα» μεταφέρεται στον τόπο της ταφής του ήρωα στο Μεσολόγγι. Εκεί παραμένει προς φύλαξη στο σπίτι χήρας Μεσολογγίτη λόγιου.
Στο μεταξύ η Ελλάδα τιμά, για τη δωρεά του, τον Δαβίδ από την Αγγέρη, που είχε δεθεί συναισθηματικά με την πατρίδα μας και θαύμαζε τους ήρωές της. Του απονέμεται, τιμής ένεκεν, ο αργυρούς σταυρός του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.
Η τοποθέτηση της «Ελληνοπούλας» στον τάφο του ήρωα
Είχαν περάσει όμως δύο χρόνια από τότε που η «Ελληνοπούλα» στεγαζόταν στο σπίτι της χήρας στο Μεσολόγγι και ακόμη δεν προχωρούσαν οι βασιλικές αποφάσεις που προβλέπονταν, σύμφωνα με πρόταση της Γραμματείας Εσωτερικών. Δηλαδή, δεν είχαν αρχίσει οι διαδικασίες για την ανέγερση μνημείου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι. Το θέμα έφερε τελικά στην επικαιρότητα ο Ελβετός φιλέλληνας Εϋνάρδος όταν, τον Αύγουστο του 1837, ζήτησε πληροφορίες για το γλυπτό. Τότε κινήθηκαν τα λιμνάζοντα νερά και ενεργοποιήθηκε η Ελληνική Πολιτεία με τον γραμματέα Εσωτερικών Αναστάσιο Πολυζωίδη, ο οποίος ενημέρωσε τον βασιλιά και πληροφόρησε τον Ελβετό φιλέλληνα.
Ο Πολυζωίδης πρότεινε και συγκεκριμένη λύση, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να οικοδομηθεί βάθρο στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη, κοντά στο τείχος του Μεσολογγίου.
Εισηγήθηκε μάλιστα την ανακομιδή των οστών του ήρωα, την ανέγερση μνημείου και την τέλεση πανηγυρικών εγκαινίων με ταυτόχρονη νέα ταφή των λειψάνων του ήρωα. Οι προτάσεις αυτές εγκρίθηκαν τελικά, από τον Όθωνα, στις 11 Νοεμβρίου 1837.
Για την ολοκλήρωση όμως του μνημείου, στον ιερό αυτό χώρο του Μεσολογγίου, όπου βρίσκεται σήμερα το Ηρώον, χρειάστηκε ένας περίπου χρόνος. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1838, συγκεκριμένα, ο νέος γραμματέας Εσωτερικών Γεώργιος Γλαράκης ανέφερε την περάτωση όλων των σχετικών εργασιών.
Τον επόμενο μήνα, Οκτώβριο του 1838, επισκέπτονται το Μεσολόγγι οι βασιλείς Όθων και Αμαλία, ενώ στις 18 του μηνός αυτού πραγματοποιείται η τελετή τοποθετήσεως του γλυπτού της «Κόρης» στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, με εγκαίνια παράλληλα του Τύμβου των Ηρώων του Μεσολογγίου.
Κατά την ανακομιδή μάλιστα των λειψάνων του ήρωα, καθώς γινόταν η εκταφή του, βρέθηκε και το φονικό βόλι με το οποίο είχε χτυπηθεί στο κεφάλι, τη μοιραία νύχτα της 8ης Αυγούστου του 1823, σε καταδρομική επιχείρηση εναντίον των Τούρκων στο Καρπενήσι.
Το βόλι που τραυμάτισε θανάσιμα τον Μ. Μπότσαρη
Ήταν όμως γραφτό, όπως φαίνεται, τόσο ο Μάρκος Μπότσαρης, όσο και το άγαλμα της «Κόρης» επάνω στον τάφο του, ν’ αντιμετωπίσουν την ανθρώπινη κακία, τη μανία και τον παραλογισμό των πολιτικών παθών. Η «Ελληνοπούλα» δεν έμεινε για πολύ καιρό πάνω στον τάφο του Σουλιώτη ήρωα διότι αργότερα, μετά το 1843, τραυματίστηκε βαρύτατα από βέβηλα χέρια ατόμων με πολιτική εμπάθεια.
Αυτό έγινε όταν απομακρύνθηκαν οι βασιλείς από την Ελλάδα. Επειδή ο γιος του ήρωα, ο Δημήτριος Μάρκου Μπότσαρης, είχε τοποθετηθεί υπασπιστής του Όθωνος, μερικοί αντιβασιλικοί στο Μεσολόγγι, για να τον εκδικηθούν, επειδή τον θεωρούσαν βασιλόφρονα, επέδραμαν κατά του τάφου του νεκρού πατέρα του. Με ασυγκράτητη βιαιότητα τον ανέσκαψαν και σκόρπισαν τα κόκαλά του. Και για να συμπληρώσουν τη βεβήλωσή τους, «τραυμάτισαν» στο πρόσωπο και το γλυπτό που είχε τοποθετηθεί στον τάφο του.
Ας σημειωθεί ότι με παρόμοιο τρόπο, με ανασκαφή, είχαν βεβηλώσει την ησυχία του τάφου του Μπότσαρη και οι Τούρκοι, όταν μετά την ηρωική Έξοδο των υπερασπιστών του Μεσολογγίου, μπήκαν στην ιερή πόλη το 1826. Εκείνοι βέβαια είχαν τα απωθημένα τους. Δεν τον είχαν νικήσει ποτέ όσο ζούσε και ήθελαν να τον εκδικηθούν έστω και πεθαμένο...
Πόνο, συντριβή και φρίκη αισθάνθηκε ο δημιουργός και δωρητής της «Ελληνοπούλας», όταν την είδε κακοποιημένη, από ελληνικά χέρια, το έτος 1852. Δεν πρόλαβε όμως να αποκαταστήσει τις φθορές του έργου του, γιατί αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας που προξένησαν τον θάνατό του.
Αργότερα όμως το γλυπτό μεταφέρθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου οι μαθητές του έκαναν τις κατάλληλες επεμβάσεις για την αποκατάσταση των ζημιών και των φθορών. Τελικά το άγαλμα επαναφέρθηκε στην Ελλάδα και τοποθετήθηκε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ώστε να είναι προφυλαγμένο από πιθανή νέα βεβήλωση και από φθορά λόγω καιρικών μεταβολών.
Η Ελληνοπούλα
Γλυπτό από μάρμαρο Καράρας, έργο του Γάλλου Pierre Jean David (ο επονομαζόμενος David d’Angers), περ. 1830.
Αντίγραφό του, που τοποθετήθηκε στο μνημείο του Μάρκου Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, το 1915, είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου που έγινε με χορηγία του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς εμπνεύστηκε από το θαυμάσιο γλυπτό της «Ελληνοπούλας» το ποίημά του «Η παιδούλα στον τάφο του Μπότσαρη». Βλέποντας στο έργο του Δαβίδ τη μικρή Κόρη γυρτή να διαβάζει, ακουμπώντας στην πλάκα του τάφου το δάχτυλό της, γράφει:
Μελετάει τα λαμπρά παλικάρια
και στην πλάκα του τάφου αλαφρόγυρτη
για κοντύλι κρατώντας αϊτόφτερο,
γράφει απάνω στο μνήμα σου, Μπότσαρη,
με μια λέξη τον ύμνο σου: Δόξα!.
Ποιος ήταν ο Δαβίδ από την Αγγέρη
Ας δούμε, όμως, με λίγα λόγια ποιος ήταν ο δημιουργός της «Ελληνοπούλας»: Ο διάσημος γλύπτης Νταβίντ ντ’ Ανζέρ στον οποίο, κατά τη συνήθεια της εποχής, δόθηκε το εξελληνισμένο όνομα «Δαβίδ από την Αγγέρη» γεννήθηκε το 1788. Ο πατέρας του ήταν ένας άσημος ξυλογλύπτης. Το επάγγελμά του όμως ήταν για τον ευφυέστατο και ταλαντούχο μικρό Νταβίντ το πρώτο σχολείο για την κλίση του στη γλυπτική τέχνη.
Επειδή ο πατέρας του μόνο πίκρες, φτώχεια και στενοχώριες είχε γνωρίσει από το επάγγελμά του, δεν ήθελε με κανένα τρόπο να ακολουθήσει και ο γιος του παρόμοια τέχνη. Οι αποτρεπτικές συμβουλές του όμως απέτυχαν. Ο νεαρός ήθελε, με επιμονή και πάθος, να επιδοθεί στη γλυπτική και τίποτε δεν ήταν δυνατόν να τον εμποδίσει.
Για να κάνει μάλιστα πράξη το όνειρό του πηγαίνει, το 1808, στο Παρίσι, με ελάχιστα φράγκα στην τσέπη του. Εκεί καταφεύγει στον συνώνυμό του ζωγράφο Λουί Νταβίντ, ο οποίος τον θέτει υπό την προστασία του. Κοντά του εργάζεται σκληρά και σύντομα γίνεται ολοφάνερο το ταλέντο του και αναγνωρίζεται η καλλιτεχνική αξία του. Ταξιδεύει έπειτα στη Ρώμη, όπου και εργάζεται κοντά στον διάσημο γλύπτη Κανόβα. Δεν τον ενθουσιάζει όμως ο κλασικισμός του. Είναι ανικανοποίητος. Θέλει πάντα κάτι καινούργιο, κάτι πρωτότυπο στην τέχνη του. Το 1811 βραβεύεται στη Ρώμη για το έργο του «Ο θάνατος του Επαμεινώνδα».
Πολλά από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία, αρχαία και νεώτερη, όπως «Ο Θεμιστοκλής», «Ο Φιλοποίμην», «Η προτομή του Κανάρη», με κορωνίδα το αριστούργημά του: «Η νεαρά Ελληνίς επί του τάφου του Μάρκου Βότσαρη».
Είναι καλλιτέχνης ασυμβίβαστος, ανυπότακτος, με έμπνευστη και γόνιμη δημιουργικότητα. Φιλοτεχνεί ανδριάντες, προτομές, ανάγλυφα και μετάλλια σημαντικών προσώπων της εποχής του, όπως των Γκαίτε, Βίκτωρος Ουγκώ, Σατωβριάνδου και Λαμαρτίνου. Ώριμος πλέον, δημιουργεί στα μεταναπολεόντεια χρόνια στο Παρίσι, πλήθος αγαλμάτων και μνημείων. Στα σημαντικά έργα του κατατάσσεται και η μετόπη του παρισινού Πανθέου.
Έτσι λοιπόν ο Νταβίντ γίνεται διασημότητα και η δόξα του χαμογελά. Εκπληρώνονται μάλιστα και οι πολιτικές φιλοδοξίες του. Γίνεται βουλευτής. Σε κάποια περίοδο, όμως, λόγω πολιτικής, υποχρεώνεται και να εκπατριστεί. Πηγαίνει πρώτα στο Βέλγιο και έπειτα έρχεται εδώ, στην Ελλάδα (το 1852). Η υγεία του όμως είναι κλονισμένη και μέρα με τη μέρα χειροτερεύει.
Τελικά ο διάσημος γλύπτης πεθαίνει φτωχός, αλλά τιμημένος, το 1856