Στὰ παιδικά μου χρόνια, ὁ πιὸ μεγάλος
Ἀξάδερφός μου μ᾿ ἔπαιρνε μαζὶ
Στὰ πανηγύρια, ποὺ ἤτανε, παρ᾿ ἄλλος,
Πρῶτος στὴν ὀμορφιὰ καὶ στὴν ὁρμή.
Τί ὡραῖος! τὸν θυμοῦμαι, ἀστροβολοῦσε
Καβάλα στὸ φαρί του, βυσσινιὰ
Φέρμελη χρυσοκέντητη ἐφοροῦσε,
Γιουρντάνια ἀπὸ βενέτικα φλουριά.
Τοῦ Καπετὰν πασᾶ φόραε τὴν πάλα
Καὶ τὸ χαρμπὶ τοῦ Μπότσαρη,
καὶ δυό, Στῆς σέλας του δεξόζερβα τὴ σπάλα
Πιστόλια ἀπὸ τ᾿ Ἀλῆ τὸ θησαυρό.
Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη
Καὶ κάλτσες καὶ τσαρούχια φουντωτά,
Παραγγελιὰ ἀπ᾿ τὰ Γιάννενα φερμένη,
Γαντζούδια πρεβεζάνικα ἀσημιά.
Ἔτσι σιαγμένος κ᾿ ἔχοντας στὸν ὦμο
Τὸ καριοφίλι, χαίτη καὶ λουριὰ
Στὸ χέρι του, ἐλαμπάδιζε τὸ δρόμο,
Χυμώντας ἀπ᾿ τὴν Πύλη τὴν πλατειά.
Κι᾿ ἐγώ, λίγο ξωπίσω του, ὅλο θάμπος,
Στὸ γρήγορο ἀλογάκι μου κι᾿ ἐγώ.
Δυνόμουν νὰ τὸν φτάνω, κι᾿ ἤμουν σάμπως
Νἄχα φτερά, κορμάκι ἀερινό.
Κι᾿ ὡς τρέχαμε, θυμᾶμαι, τὰ κλεισμένα
Στὸ τουνεζὶ φεσάκι του σγουρά,
Σκόρπια τριγύρα, φέγγανε,
σὰν ἕνα Γνεφάκι ἀπ᾿ ἀναμμένη ἀθημωνιά.
Κι᾿ ὡς πύρωνεν ἀκόμα στὴ φευγάλα
Τρικυμισμένος κι᾿ ὅλος μὲς στὸ φῶς,
Χρυσόχυτος μοῦ ἐφάνταζε καβάλα,
Σὰν τὸν Ἅη-Γιώργη, λίγο πιὸ μικρός.
Ὢ τὸ λεβέντη τοῦ Μεσολογγιοῦ μας,
Τὸν ἥλιο τῆς αὐγούλας μου ζωῆς!
Καὶ νὰ μετρῶ καὶ νἆναι ὁ Τάκη - Πλούμας