Από το βιβλίο «ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ» του Γιάννη Βλαχογιάννη
Copyright Αντι-ρήσεις 2012
Το «`Έτσι ήτανε» είναι ένα ιστορικό-πατριωτικό διήγημα από τη συλλογή του Γιάννη Βλαχογιάννη «Μεγάλα χρόνια» (1930). Πρόκειται για το προτελευταίο διήγημα της τέταρτης ενότητας του έργου, που επιγράφεται «Μεσολόγγι» και περιλαμβάνει συνολικά 13 διηγήματα. Το θέμα του συγκεκριμένου διηγήματος είναι μια επέτειος της Εξόδου του Μεσολογγίου, καθώς και οι συναισθηματικές αντιδράσεις ενός παππού απέναντι σ’ αυτό το συμβατικό εορτασμό της Εξόδου, που λαμβάνει χώρα στο Μεσολόγγι μετά από αρκετά χρόνια.
Είναι γνωστό ότι κάθε χρόνο το Σάββατο του Λαζάρου, επέτειο της πτώσης του Μεσολογγίου, γίνεται μεγάλη γιορτή και αναπαράσταση της ηρωικής Εξόδου στην πόλη αυτή.
Ποιος ήταν όμως ο Γιάννης Βλαχογιάννης;
«Ένα μισο-υπόγειο με τέσσερα δωμάτια γεμάτα, φίσκα ως το ταβάνι με βιβλία ιστορικά του Αγώνος και χειρόγραφα, πάνω σε ράφια. Αλλού πάλι, ντουλάπια με βιβλία , κι αλλού, ράφια σε σειρές π’αφίνανε στενά μονοπάτια, όσο για να περνάς. Χιλιάδες παλιοί τόμοι και σπουδαία χειρόγραφα του Καποδίστρια, του Υψηλάντη, του Μακρυγιάννη κι’ άλλων συγκεντρωμένα και φυλαγμένα μ’αληθινή αγάπη, σε τετράγωνα τενεκεδένια κουτιά. Σε κάθε δωμάτιο, είχε κι από ένα τραπέζι με βιβλία καi φρέσκα χειρόγραφα.» ( Κώστας Δημητριάδης, τελευταία συνομιλία με τον Γιάννη Βλαχογιάννη.)
Αυτός ήταν ο Γιάννης Βλαχογιάννης ,ο λόγιος, ο λογοτέχνης, ο ερευνητής.Δεν θα γράψω πολλά σήμερα, απλά θα μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις του κ. Γιάννη Βαρδακουλά για το έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη, εις μνήμην και τιμή. Στην Ελλάδα του 2012 , της κρίσης και του μνημονίου, θαρρώ πως χρειαζόμαστε έναν Βλαχογιάννη να μας ανοίξει χαραμάδες ελπίδας, αγνής αγάπης και θυσίας για την πατρίδα . Ο δάσκαλος που « είδε και πίστεψε τη λαϊκή ψυχή ως θεματοφύλακα της γνήσιας παράδοσης και πλαστουργό της αναγέννησης του νεώτερου Ελληνισμού » μας δίνει το παράδειγμα!
Κατ’ ευθείαν απόγονος από πατέρα καπετάνιο της Ρούμελης, το Εικοσιένα και της εξοδίτισσας σουλιώτισσας Λάμπρω Γκιώναινας, από μάνα, με το πατρογονικό του σπίτι στο επαχτίτικο Κάστρο, στην οδό Σουλίου, στη Φορτέτσα, με τις ιστορίες και τα τραγούδια της λεβεντιάς και της θυσίας των Μεγάλων Χρόνων, χαϊδεύοντας με λαχτάρα τα ιστορικά βιβλία με τις ζωγραφιές των καπεταναίων, αγγίζοντας με χτυποκάρδι τα τιμημένα άρματα των Τζαβελλαίων και κρατώντας ως φυλαχτό το ημερολόγιο του σουλιώτη ήρωα Γιαννούσα Πανομάρα, που η γυναίκα του, η θειά Σανιά του χάρισε, σ’ αυτό το περιβάλλον, σ’ αυτό το κλίμα, μ’ αυτή την αρετή γαλουχήθηκε ο Γιάννης Βλαχογιάννης που αργότερα αφηγήθηκε: «έτσι… από μικρός ζούσα μέσα στο Εικοσιένα και μοναδικός μου έρωτας ήταν πάντα η πατρίδα και η ιστορία της». Όλες αυτές οι αναμνήσεις, οι ενθυμήσεις και οι εικόνες, που ήταν η πρώτη, αλλά και η μεγάλη συγκίνηση του Βλαχογιάννη, έγιναν τα βιώματα που οριοθέτησαν την κατοπινή πνευματική του ενασχόληση και κέντρισαν την έφεσή του για την συλλογή κάθε κειμένου που έφερνε πίσω στη ζωντανή ιστορία του Εικοσιένα. Έτσι αρματωμένος ξεκίνησε και αρμέγοντας το βαθύ νόημα του Εικοσιένα, αγωνίστηκε με κόπο και θυσίες να διασώση και αξιοποιήση την αληθινή ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μέσα από την οποία έβλεπε ν’ ανασταίνεται η αναγεννητική δύναμη του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και αναζήτησε στα ιστορικά γεγονότα την αλήθεια, την αλήθεια αποκαθαρμένη από την παραχάραξη και την πλαστογραφία, αυτήν την αλήθεια που γίνεται δάσκαλος και οδηγητής, έστω και αν πρόκηται «νά γκρεμίση ένα φανταχτερά χτισμένο αγέρινο παλάτι και να ρίξη είδωλα απ’ το ψηλό σκαμνί τους», όπως ο ίδιος έγραψε στον πρόλογο της εργασίας του «Κλέφτες του Μωριά». Η πατρίδα αντανακλά την ιστορία της, αυτήν όμως που έγραψαν οι Αρματωλοί και οι Κλέφτες, αποτυπώνει την ψυχή και τα οράματα του λαού. Με την ελευθερία ταυτισμένη με την ψυχή και τη δράση του λαού, τον πατριωτισμό βεβαιωμένο και σφραγισμένο με τον αγώνα και τη θυσία και την ιστορική συνείδηση έτσι καθαγιασμένη με την αρετή της ανδρείας και της αυτοθυσίας, αυτά για το Βλαχογιάννη ήταν τα όρια, στα οποία ενσαρκώνονται τα οράματα, οι πλαστουργές ιδέες του λαού, όπως τις διαμορφώνει η εθνική και πολιτιστική κληρονομιά, που γονιμοποιείται υπό την επίδραση της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης. Γι’ αυτό, με την πίστη ότι εθνικό είναι μόνο το αληθινό, υπό την αγαθοποιό επίδραση του οποίου τίθεται σε κίνηση η δυναμική της ψυχής του λαού, αναζήτησε, «έψαξε κι έσκαψε και βρήκε και σύναξε… και ξαναζωντάνεψε την παράδοση, ερεύνησε επίμονα τη γνήσια πτυχή της ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης, αναζήτησε το γνήσιο κι αμόλευτο στοιχείο της κι έγραψε για τους Κλέφτες του Μοριά και τις μνημειώδεις πραγματείες του για τον Καραϊσκάκη κάι τον Μακρυγιάννη, των οποίων η λαϊκή καταγωγή και η απαράμιλλη δράση τους επιβεβαίωνε, πώς η λαϊκή ψυχή είναι πηγή και έμπνευσης και δημιουργίας. Έτσι, με την ιστοριοδιφική του έρευνα, αναζήτησε τη δημιουργική, την πλαστουργό ουσία της λαϊκής ψυχής, γιατί μόνο έτσι μπορεί να παραμένη άσβηστη η εθνική μνήμη και να είναι φάρος και οδηγητής στον αγώνα και την πορεία του Ελληνισμού. Γι’ αυτό στην αναζήτηση και προσδοκία του, είδε τη λαϊκή ψυχή, την κοινωνία προπορευόμενη ως δυναμική που κινεί το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι και αυτή την κοινωνία οργανωμένη και ποτισμένη με τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες που η λαϊκή ψυχή διαμόρφωσε στα χρόνια της Εθνεγερσίας, θεωρούσε ως υπόδειγμα έναντι της κρατικής εξουσίας, που είχε οργανωθή από τους ανακτορικούς συμβούλους της Αυλής, με τον παραμερισμό, τη δοκιμασία και την προδοσία των αγωνιστών. Γι’ αυτό και αναζήτησε τη δημιουργό ουσία της λαϊκής ψυχής ως την πηγή της αναγέννησης, που βαθαίνει και πλαταίνει την αυτογνωσία του λαού, στην οποία έπρεπε να στηριχθή η αναμόρφωση του πολιτικού βίου των Ελλήνων. Με την αναζήτηση και αξιοποίηση της ιστορικής αλήθειας, πίστευε ο Βλαχογιάννης, πώς μπορούσε να ξεπλυθή ηθικά ο Νεοελληνισμός στο κονταροχτύπημά του με την υποτέλεια της Αυλής και των «στρειδιών», που είχαν κολλήσει στο θρόνο της, για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα και να συνεχίσουν τη νόσφηση της εξουσίας, και να συνεχίση την πορεία του προς την αναγέννηση και τη δημιουργία. Με την πίστη αυτή αναζήτησε ο Βλαχογιάννης τα πνευματικά και τα ηθικά στοιχεία στα γραφτά των αγωνιστών και το δημοτικό τραγούδι, κατά την αναζήτησή του αυτή συνειδητοποιούσε, πώς η λαϊκή ψυχή, η συλλογική αυτή ψυχή θα μπορούσε να είναι η μήτρα για την αναγέννηση της πατρίδας, αφού σ’ αυτό κυοφορείταν η αυτογνωσία και γονιμοποιούνταν οι μεγάλες ιδέες και οι κατευθυντήριες αξίες του Ελληνισμού. Ο Βλαχογιάννης έδωσε παραστατική την εικόνα της αντρειωσύνης, της ανάτασης, των καημών και της προδωμένης ελπίδας των αγωνιστών, γεύτηκε την πίκρα για τον κατατρεγμό τους, την απογοήτευσή τους για το διωγμό της γνήσιας γλώσσας του λαού. Στο όρμωμα της φιλοπατρίας, με το καριοφίλι του αγώνα, και της αυτοθυσίας, στην αμόλευτη από παραποιήσεις και πλαστογραφίες ιστορία, που προϋποθέτει γνώση, αλλά απαιτεί και ευαισθησία και μνήμη, στη γλώσσα του λαού, που είναι όργανο δημιουργίας και στη θρησκευτική πίστη, με την υπομονή της στη δοκιμασία και την αναμονή της ανάστασης.
Τρελοϊστορικός.
Πηγές. Κώστας Δημητριάδης, «Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα.Τελευταία συνομιλία με τον Γιάννη Βλαχογιάννη», Νέα Εστία, 437-438 (1-15/9-1945), 79. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ ψυχή τού Γιάννη Βαρδακουλά από το http://www.parembasis.gr/