ΠΗΓΗ: Ιστοσελίδα Σπουδαστήρίου Νεου Ελληνισμοῦ.
Σπύρος Κοντογιάννης Κοντογιάννης Πάτροκλος
Ως ήδη ελέχθη ο εκ πατρός πάππος μου Σπύρος Κοντογιάννης ήτο υιός του Κωνσταντίνου. Εν αρχή της επαναστάσεως συνεπολέμει μετά του θείου του Μήτσου Κοντογιάννη διοικών ίδιον σώμα εκ 500 περίπου ανδρών. Όταν δε ο Μήτσος, δι’ ους λόγους εξηγήσαμεν, εφαίνετο διστακτικός λόγω της εκ της ηλικίας του πείρας, ο Σπύρος πλήρης πολεμικού μένους και γενναιότητος, ήτις εχαρακτήριζεν αυτόν από της νεαράς αυτού ηλικίας, ανυπομονών να εκστρατεύση κατά της Υπάτης τω είπεν: «Θα μεταβώ μόνος και όστις θέλει ας με ακολουθήση». Η παρόρμησις αύτη συνετέλεσεν ουκ ολίγον εις την απόφασιν της εναντίον της Υπάτης επιθέσεως, ης εμνήσθημεν. Κατά ταύτην ο Σπύρος επεδείξατο την μεγάλην αυτού ανδρείαν ποιήσας ωραίαν έφοδον κατά του προ της Υπάτης λόφου, ένθα σήμερον ευρίσκεται ο στρατών, ον λόφον και εκυρίευσεν.
Το έτος 1922 ο Σπύρος, καίτοι νεαρώτατος, προήχθη εκ του βαθμού του πεντακοσιάρχου ον έφερεν, εις τον του χιλιάρχου, λόγω των ανδραγαθημάτων του. Το προς τον προβιβασμόν του τούτο σχετικόν έγγραφον παραθέτω ως χαρακτηριστικόν του τρόπου της συντάξεως των εμπνευσμένων εγγράφων της ενδόξου εκείνης εποχής.
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
Κύριε Σπυρίδων Πεντακοσίαρχε
Τα έως σήμερον ανδραγαθήματά σου είνε αρκετά να μας πληροφορήσουν, ότι θέλεις κατορθώσει μεγαλείτερα με αυτήν την ελπίδα εις την παρούσαν εκστρατείαν εις την οποίαν, όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώται τρέχουν να λάβουν της νίκης τον στέφανον.
Ο Άρειος Πάγος σε τιμά σήμερον με το αξίωμα της χιλιαρχίας και σε επιτάσσει να συνάξης, όσους στρατιώτας δυνηθής και ενωθέντες μετά του κ. Ιωάννου Φραγγίστα (τον οποίον τιμά σήμερον Άρειος Πάγος με της Πεντακοσιαρχίας το αξίωμα) να προχωρήσητε από Γιαννιτσούν έως την Φούρκαν, όπου θέλετε προσπαθήσει να εμποδίσητε του εχθρού κάθε συγκοινωνίαν με τα Φάρσαλα και να ευκολύνετε τον κατά Ζητούνι και Πάτρας σκοπόν του πεζικού μας.
Σπεύσον τέκνον της πατρίδος αγαπητόν να τιμήσης το αξίωμα αυτό με νέα της ανδρείας σου αριστουργήματα, τρέξε εις το στάδιον της δόξης, φόβιζε, κτύπα και νίκα τον εχθρόν, οδηγούμενος πάντοτε από την φρόνησιν, η οποία πάντοτε φέρει μαζή της της νίκης το τρόπαιον.
Εν Λιθάδα τη 29 Μαρτίου 1922.
ΟΙ ΑΡΕΙΟΠΑΓΙΤΑI
Ταλαντίου Νεόφυτος πρόεδρος
Ανθιμος Γαζής
Ιωάννης Φίλων
Ο αρχιγραμματεύς Ιωάννης Ειρηναίος
Αδάμ Δούκας
Κωνσταντίνος Ιωάννου
Ο Σπύρος συνώδευσεν είτα τον θείον αυτού εις την κατά των Παλαιών Πατρών εκστρατείαν και μετά ταύτα εισήλθεν εις Μεσολόγγιον μετ’ αυτού και του αδελφού του Νικολάκη. Εν αρχή είχε, ως ελέχθη τον βαθμόν του χιλιάρχου (συνταγματάρχου), βραδύτερον δε έλαβε το δίπλωμα του στρατηγού.
Ο Σπύρος λόγω της κατά την άμυναν του Μεσολογγίου ανδρείας του και του εν αυτώ ηρωικού του θανάτου συνδέεται μετά του Μεσολογγίου πλείον των άλλων Κοντογιανναίων, ων άλλως τε τρεις ακόμη συνεπολέμησαν μετά της γενναίας του φρουράς, ως είδομεν, εντός μεν ο Μήτσος και ο Νικολάκης, εκτός δε κατά την έξοδον ο Βαγγέλης. Το όνομα συνεπώς ολοκλήρου της οικογενείας Κοντογιάννη συνδέεται αδιαρρήκτως μετά της ιεράς κατά τον αγώνα επικληθείσης πόλεως του Μεσολογγίου, συνεπώς επισκόπησις των κατά την πολιορκίαν αυτού είναι αναγκαία προς κατανόησιν ιδία των όρων υφ’ ους ηγωνίσθη και έπεσεν επί των επάλξεων αυτού ο Σπύρος.
Το Μεσολόγγι, ανίσχυρον και ανοχύρωτον αντέστη τω 1822 εναντίον 12.000 Αλβανών εχόντων επί κεφαλής τον επιχειρηματικόν Ομέρ Βρυώνην. Ότε βραδύτερον ωχυρώθη ο κατ’ αυτού μέλλων να επιτεθή Μουσταχή Πασάς της Σκόδρας δεν ετόλμησε να το πλησιάση εκλαμβάνων αυτό ως απόρθητον. Είχεν ήδει λάβει μάθημα της Ελληνικής ανδρείας παρά του Μάρκου Βότσαρη, του Τσαβέλλα και του Νικολού Κοντογιάννη. Ο μετά τον Πασά της Σκόδρας αναλαβών την εκπόρθησιν του Μεσολογγίου ισχυρός ανήρ και επίμονος πολεμιστής ο Μεχμέτ Ρεσσίτ Πασάς, ο επιλεγόμενος Κιουταχής άγων 30.000 Τουρκαλβανούς εδέησε να ενισχυθή και υπ’ αυτού τούτου του Ιμπραήμ μετά 4.000 Αράβων και πάλιν ουχί ίνα κυριεύση την απόρθητον πόλιν, αλλ’ ίνα καταλάβη αυτήν κενήν μαχητών, εγκαταλειψάντων το Μεσολόγγιον μόνον συνεπεία της πείνης.
Το Μεσολόγγιον δεν διεκρίθη μόνον διά τον αφάνταστον ηρωισμόν της φρουράς αυτού, ανελθούσης κατ’ αριθμόν εις το μέγιστον αυτής σημείον εις 5.000 μόνον άνδρας αλλά και διά την επιτυχή της οχυρωτικής χρήσιν, ης τα μεν αμυντικά έργα εξετέλει ο Κοκκίνης, τα δε υπονομευτικά ο λεγόμενος Κωνσταντής. Ου πολύ μακράν του Μεσολογγίου εμάχετο ο Καραϊσκάκης εις Δραγομέστα, εντός δε αυτού ευρίσκοντο, εκτός των προμνησθέντων τριών Κοντογιανναίων, οι εκ των μάλλον ονομαστών Ελλήνων στρατηγών, ο Στουρνάρας, ο Μακρής, Βαλτινός, Παπαδιαμαντόπουλος, Τζαβέλας κ.λ. οι διαπρεπείς φιλέλληνες, ο Βύρων, ο Νόρμαν, ο Ροσνέρος, ο μετά Ελληνίδος Μεσολογγίτισας νυμφευθείς Μάιερ κ.λ.
Ο Auguste Fabre, ο μετά τόσης λαμπρότητος περιγράφων την πολιορκίαν του Μεσολογγίου κατά το έτος 1827 εξ ιδίων αυτού εντυπώσεων σταματά αναφέρων τους πολιορκουμένους προ του ονόματος των Κοντογιανναίων γράφων: «Πλησίον των εν τω Μεσολογγίω ηρώων έδρασε και ο εβδομηκοντούτης γέρων Μήτσος Κοντογιάννης και ο ανεψιός αυτού Σπύρος αποδίδοντες την λαμπηδόνα οικογενείας, εν η προ πολλού το κύρος του Καπετάνιου μετεδίδετο από πατρός εις υιόν διά σπάθης κεκοσμημένης υπό εμβλήματος έχοντος την επομένην έννοιαν: Η σπάθη αύτη ανήκει εις εκείνους, οίτινες δεν φοβούνται ποσώς τους τυράννους, εις εκείνους οίτινες γνωρίζουσι να ζώσιν ελεύθεροι, διότι ο βίος δεν είνε τι άλλο ή δόξα και τιμή». Η σπάθη έφερε πράγματι την επιγραφήν:
Όποιος τυράννους δεν ψηφεί
Κ’ ελεύθερος στον κόσμο ζη,
Δόξα, τιμή, ζωή του,
Είν’ μόνον το σπαθί του.
Η σπάθη αύτη χρονολογουμένη πιθανώς από του γέροντος Γιάννη Κοντογιάννη και μεταβιβαζομένη ως ιερόν κειμήλιον από γενεάς εις γενεάν δεν ανευρέθη μέχρι σήμερον. Ο Πουκεβίλ αναφέρει, ότι την έφερε ζων ο Κατσαντώνης προσωρινώς και το επόμενον σωζόμενον δίστιχον είνε υπέρ της εκδόσεως ταύτης:
Του Κοντογιάννη το σπαθί
Ο Κατσαντώνης το φορεί.
Ο Σπύρος ευρίσκετο εντός του Μεσολογγίου μετά του αδελφού του Νικολάκη και του θείου του Μήτσου. Τον Αύγουστον του 1825 το Μεσολόγγι υφίστατο την τρίτην αυτού υπό των Τούρκων πολιορκίαν, ηγουμένου του Κιουταχή. Ο πολιορκητικός στρατός διά τακτικών πολιορκητικών έργων έχει πλησιάσει προς τα τείχη του Μεσολογγίου, διά δε του «Υψώματος της Ενώσεως» έχει κατορθώσει να ανέλθη επί του περιβόλου του κατασκευασθέντος φρουρίου της πόλεως και κυριεύσει ένα των προμαχώνων αυτού τον επονομαζόμενον Φραγκλίνον, εκ του ονόματος ενός των θεμελιωτών της Αμερικανικής Δημοκρατίας. Άμα τη καταλήψει του Φραγκλίνου οι Τούρκοι κατανοούντες την σπουδαιότητα αυτού και ότι η εξασφάλισις της κατοχής του θα επέφερε την άλωσιν του όλου φρουρίου, επεδόθησαν αμέσως εις την επ’ αυτού κατασκευήν προχώματος (όπερ ωνομάσθη υπό του οχυρωματοποιού του Μεσολογγίου Κοκκίνη «Ύψωμα της Ενώσεως»). Οι Έλληνες αφ’ ετέρου δεν ευρέθησαν ανυπεράσπιστοι, άμα τη καταλήψει του Φραγκλίνου. Είχον την πρόνοιαν ν’ ανεγείρωσιν όπισθεν αυτού άλλα χαρακώματα, ως και διατομάς αμφοτέρωθεν του προμαχώνος του Φραγκλίνου, ν’ ανεγείρωσι τάφρους και να δημιουργήσωσιν ούτω πολλαπλάς αμυντικάς γραμμάς κατά τα υπό της οχυρωτικής επιστήμης εν τη Μονίμω Οχυρωτική (Τειχιστική) υπαγορευόμενα μέτρα, άτινα τόσον καλώς εφήρμοζεν ο Κοκκίνης. Ήρχιζεν ούτως ο εκ του συστάδην αγών, καθ’ ον έπεσεν ο Σπύρος υπό τας εξής περιστάσεις.
Οι Τούρκοι σταματηθέντες υπό του δευτέρου περιβόλου, αντί να κυκλώσωσι τους πολιορκουμένους ευρέθησαν αυτοί ούτοι κυκλωμένοι εν αυτώ τούτω τω προμαχώνι, ον είχον κυριεύσει. Βαλλόμενοι ούτω εκ πλαγίου υπό των παραπλεύρων προμαχώνων του Μεσολογγίου, Κοραή και Γουλιέλμου Τέλλου, και κατά μέτωπον υπό του δευτέρου περιβόλου επεδόθησαν εις την ενίσχυσιν του Υψώματος της Ενώσεως και μη δυνάμενοι να αλώσωσι τα προχώματα της δευτέρας γραμμής εξ εφόδου, ώρυσσον τρεις υπογείους στοάς, ας ώθουν προς τας εσωτερικάς των Ελλήνων οχυρώσεις, χωρίς να ήνε εκτεθειμένοι εις τα πυρά αυτών.
Η άλωσις του Φραγκλίνου δεν άφινε να καθεύδη τον φύσει ορμητικόν Σπύρον, ον η παθητική όπισθεν των προχωμάτων άμυνα δεν ικανοποίει. Παραλαβών συνεπώς την 3ην Αυγούστου 30 εκ των υπ’ αυτόν στρατιωτών και υπερπηδήσας τα προχώματα επετέθη ερρωμένως κατά των εργαζομένων Τούρκων, διεσκόρπισε τας γαίας αυτών, εγένετο κύριος μέρους των γειτονικών έργων και κατέστρεψεν αυτά. Οι Τούρκοι καταπλαγέντες, λέγει ο Τρικούπης, υπό της τόλμης των επιτιθεμένων κατέφυγον εντός του «Υψώματος της Ενώσεως». Συνήλθον όμως μετ’ ολίγον εκ του τρόμου των και επανέκτησαν τας θέσεις των μετά μάχην ημισείας ώρας.
«Τέσσαρες από μέρους μας μάρτυρες εθυσιάσθησαν», διηγούνται τα Ελληνικά Χρονικά, τα κατά το διάστημα της πολιορκίας υπό του φιλέλληνος Ελβετού Μάιερ συντασσόμενα, «εν οις και ο γενναίος χιλίαρχος Σπύρος Κοντογιάννης και ο καλός φιλέλλην Ρόσενερ επληγώθησαν δε και έξ. Όλοι δε ομού, τόσον οι φονευθέντες όσον και οι τραυματισθέντες έδειξαν τα πλέον ηρωικά του ενθουσιασμού και της γενναιότητος σημεία. Ο Ύψιστος προστάτης μας», εξακολουθούσι τα Χρονικά, «να ανταμείψη εις τας ουρανίους σκηνάς τα άθλα των! Αμήν».
«Η σκληρά αύτη απώλεια, λέγει αφ’ ετέρου o Fabre, εβύθισε τους πολιορκουμένους εις πένθος». Εκ τούτων ως εικός ο μάλλον συγκινηθείς ήτο ο αδελφός αυτού Νικολάκης, όστις, ολίγας στιγμάς προ του θανάτου του Σπύρου, όταν ούτος πριν εκπνεύσει έχων αμφοτέρους τους πόδας βαρέως πληγωμένους μετηνέχθη υπό των ανδρών του εντός των Ελληνικών προχωμάτων, δεν συνεκράτησε τα δάκρυά του. «Τι κλαις, αδελφέ», τω απήντησεν ο Σπύρος, «δεν ήλθομεν εδώ ίνα αποθάνωμεν;».
Το Μεσολόγγι διά του ηρωισμού του εσταμάτησε τας μεγάλας Τουρκικάς Στρατιάς, ων εμνήσθημεν και μεθ’ ων συνέπραττον Αυστριακοί μεν αξιωματικοί μετά των Αλβανών, Γάλλοι δε εξωμόται μετά των Αράβων. Το Μεσολόγγι, το αληθές τούτο της Ελλάδος και ιδία της Πελοποννήσου προπύργιον, ανύψωσε το γόητρον του Έλληνος πολεμιστού εις το κατακόρυφον σημείον και εδόξασε την γενναίαν αυτού φρουράν την διαπιστώσασαν περιτράνως το δόγμα, ότι δεν υπάρχει γλυκύτερος θάνατος του υπέρ πατρίδος. Η ακατάβλητος πράγματι φρουρά του Μεσολογγίου δεν παρεδόθη αλλ’ εξήλθε μέσω των εχθρικών γραμμών με την σπάθην εις την χείρα, αφού πρώτον αντέσχε μέχρι του ανωτάτου δυνατού ορίου εις την πείναν, αφού κατέφαγε τους ποντικούς της ξηράς και τα φύκια της θαλάσσης. Και των δεινών τούτων μετέσχον άλλοι δύο Κοντογιανναίοι, ως προέφην, ων ο είς γέρων 70 ετών, ο Μήτσος Κοντογιάννης, σχων την δύναμιν να μετάσχη της εξόδου, παρά την εις το γήρας αυτού προστεθείσαν εκ της πείνης εξάντλησιν. Οι μαχηταί του Μεσολογγίου έγραψαν την λαμπροτέραν σελίδα της Νεοελληνικής Ιστορίας, αι δε γυναίκες αυτού, όσαι συνεπεία επισυμβάσης παραπλανήσεως δεν ηδυνήθησαν να παρακολουθήσωσι τους εξελθόντας μαχητάς, επαρουσίασαν την μεγαλειτέραν εικόνα του Ελληνικού πατριωτισμού και της αυτοθυσίας. Προτιμώσαι τον θάνατον της εις τους Τούρκους παραδόσεως αι μεν ερρίπτοντο εις τα φρέατα μετά των τέκνων αυτών, αι δε εκρημνίζοντο εντός της θαλάσσης και άλλαι θέτουσαι πυρ εις την επί τούτω παρεσκευασμένην πυρίτιδα ανετινάσσοντο εις τον αέρα μετά του Καψάλη και των λοιπών Μεσολογγιτών ηρώων. Και είχον δίκαιον! Διότι ο άγριος Ιμπραήμ δεν εφείσθη εισερχόμενος εις την πόλιν των αμάχων κατοίκων. Ολόκληρον πλοίον πληρωθέν δι’ αποκοπεισών κεφαλών απεστέλλετο παρ’ αυτού προς τον σκληρόν Σουλτάνον Μαχμούτ προς ικανοποίησιν της Τουρκικής θηριωδίας, ην είχε τοσούτον εξάψει η ηρωική άμυνα του Μεσολογγίου, εις την εκπόρθησιν του οποίου οι Τούρκοι τοσαύτην έδιδον σημασίαν. Τοιαύτη υπήρξεν η άμυνα του Μεσολογγίου, ήτις και από τεχνικής έτι απόψεως υπήρξεν αξία λόγου αποτελέσασα από πάσης απόψεως το μεγαλείτερον μνημείον της Ελληνικής ευψυχίας και πολεμικής εν τ’ αυτώ τέχνης. Το Μεσολόγγιον απέβη ου μόνον ο ισχυρότερος προμαχών της Ελληνικής ανεξαρτησίας αλλά και βωμός της Ελευθερίας. Τοιαύτη υπήρξεν η άμυνα των ορθώς επικληθέντων ελευθέρων πολιορκημένων του Μεσολογγίου.
Οφείλω ήδη ν’ ανασκευάσω, συνεχίζων την βιογραφίαν του Σπύρου, μίαν ανακρίβειαν των Ελληνικών Χρονικών επαναληφθείσαν υφ’ απάντων των μετέπειτα ιστορικών και οφειλομένην το μεν εις την μη ενημερότητα του συντάσσοντος αυτά εξαιρέτου φιλέλληνος αλλά ξενογλώσσου Μάιερ εις τας λεπτομερείας των καθ’ ημάς πραγμάτων, το δε εις την γνωστήν μετριοφροσύνην των απογόνων των Κοντογιανναίων, οίτινες δεν ανεσκεύασαν μέχρι της σήμερον την παρ’ αυτών γνωστήν ανακρίβειαν ταύτην. Ο Σπύρος Κοντογιάννης δεν ήτο κατά τον θάνατόν του χιλίαρχος, ως γράφει ο Μάιερ, αλλά στρατηγός, προβιβασθείς εις τον βαθμόν τούτον από του 1825, ως εμφαίνεται εκ του ανά χείρας μου διπλώματος του προβιβασμού του έχοντος ούτω:
Περίοδος Γ´
Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Αριθ. 3801
Το Εκτελεστικόν Σώμα
Δυνάμει της § Ν του Νόμου της Επιδαύρου
Διατάσσει
Α´. Οι προβαλλόμενοι εις την υπ’ αριθμ. 2638 αναφοράν του Υπουργείου κατά τον εγκλειόμενον κατάλογον προβιβάζονται εις τους ενδιαλαμβανομένους βαθμούς.
Ο Σπύρος Κοντογιάννης εις τον βαθμόν της Στρατηγίας.
Β´. Το Υπουργείον των Πολεμικών να ενεργήση την διαταγήν ταύτην.
Εν Ναυπλίω τη 27 Φεβρουαρίου 1825
Ο Πρόεδρος
Γεώργιος Κουντουριώτης
Ο Γενικός Γραμματεύς
Α. Μαυροκορδάτος
Γκίκας Μπότασης
Αναγν. Σπηλιωτάκης
Ιωάνν. Κωλέττης
Τοιαύται ανακρίβειαι είνε ουχί ήττον συνήθεις. Ούτω ο μεταφράσας την Ιστορίαν της Πολιορκίας του Fabre γράφει, ότι εισήλθεν εις Μεσολόγγιον ο Ιωάννης Κοντογιάννης κ.λ. αντί ο Μήτσος Κοντογιάννης, ως έχει το Γαλλικόν κείμενον. Ούτω το σφάλμα τούτο επαναλαμβάνεται μεταγενεστέρως παρά πλείστων ιστορικών εξ αντιγραφής της μεταφράσεως ταύτης.
Η μεγαλειτέρα ουχ ήττον ανακρίβεια συνίσταται εις αυτήν ταύτην την διήγησιν, καθόσον, κατά τας οικογενειακάς και επιτοπίας παραδόσεις ο Σπύρος, εννοών την σημασίαν της υπό των Τούρκων αλώσεως του Φραγκλίνου και τον κίνδυνον, ον διέτρεχε το φρούριον του Μεσολογγίου μετά την ρωγμήν του φρουρίου αυτού, απεφάσισε να επανακυριεύση τον απολεσθέντα προμαχώνα και τούτον τον λόγον είχεν η επίθεσις αυτού, ην ενήργησε μετά πάντων των παλληκαρίων, ους στρατηγός ων είχεν υπό τας διαταγάς του και ουχί μετά 30 μόνον ανδρών. Ετραυματίσθη δε υπό σφαίρας πυροβόλου αποκοψάσης αμφοτέρους τους πόδας αυτού εν τη λεγομένη τότε «Τάπια του Δεσπότη», καθ’ α μοι ανεκοινώθη, παρ’ επιζώντων, ότε το πρώτον προ 35 ετών μετέβην εις Μεσολόγγιον προς έρευνας του ζητήματος.
Ο Σπύρος Κοντογιάννης γενναιότατος της Πατρίδος του υπερασπιστής χάριν αυτής και μόνης ζήσας και αγωνισθείς ήτο επόμενον να μισή τους το Τουρκικόν καθεστώς στέργοντας και υπηρετούντας άρχοντας, ων πάλιν τινές, ευτυχώς ολίγοι, έβλεπον εις τους οπλαρχηγούς, τους την Τουρκικήν διοίκησιν υπονομεύοντας, ιδίους αυτών αντιπάλους. Η αμοιβαία τότε εχθρότης αύτη έφθανεν ενίοτε, ως μη ώφειλε, μέχρις εξοντώσεως. Ούτω, ως τουλάχιστον σώζεται η παράδοσις καθ’ άπασαν την επαρχίαν Φθιώτιδος, ο εν τω χωρίω Μαυρίλω άρχων Δημάκης Χατζής επρόδωκεν εις τους Τούρκους τον εκ της επί του Αχελώου γεφύρας Ταρτάνης διερχόμενον Κλέφτην Κωνσταντίνον Κοντογιάννην, όστις καταληφθείς αιφνιδίως εν τω καταυλισμώ του εν στιγμή αναπαύσεως εφονεύθη υπό των Τούρκων μετά των συν αυτώ συγγενών και μη, συναγωνιστών του. Ο περί ού ο λόγος όμως προεστώς του Μαυρίλου Δημάκης Χατζής δεν ηρκέσθη εις τούτο. Επειράθη έτη τινά μετά ταύτα να εξολοθρεύση και τον υιόν του Κωνσταντίνου, τον περί ού ο λόγος πάππον μου Σπύρον. Ούτως εκάλεσεν αυτόν εις έν χωρίον το Μαυρίλον επί τη προφάσει, ότι επεθύμει να λησμονηθή η εκ της δολοφονίας του πατρός του Σπύρου υφισταμένη μεταξύ των έχθρα και ότι ήθελε να συμφιλιωθή μετ’ αυτού προσφέρων μάλιστα και την χείρα της θυγατρός του Αγορούλας. Ο αγαθός Σπύρος, πεισθείς και λησμονήσας το παρελθόν μετέβη παρά τω Δημάκη λαβών την συμβουλήν του εμπειροτέρου του θείου Μήτσου, όπως ήνε κατά την μετά του Δημάκη συνέντευξιν προσεκτικός. Ο Σπύρος έτυχεν εν Μαυρίλω καλλίστης υποδοχής και θελχθείς υπό της θυγατρός του Δημάκη απεδέχθη την χείρα αυτής και εμνηστεύθη. Δεν είχον όμως παρέλθει πολλαί ημέραι ότε, ενώ ο Σπύρος μετά των οπαδών του προφυλασσόμενος από των Τούρκων διέμενεν εις το γειτονικόν του Μαυρίλου χωρίον Νεοχώρι, οπλίτης του τις φρουρός συνέλαβεν επί της οδού αγγελιαφόρον του Χατζή κομιστήν επιστολής, ήτις εδόθη παραχρήμα εις τον Σπύρον, όστις και την απεσφράγισεν. Η επιστολή κατέδιδεν εις τον εν τη επαρχία διατρίβοντα Τούρκον Πασάν την διαμονήν του σώματος του Έλληνος της Ελευθερίας προμάχου. Η παν όριον υπερβαίνουσα σατανική δολιότης εξήψεν ως εικός εις ύψιστον βαθμόν την οργήν του Σπύρου, όστις, εκδικητής γενόμενος της τε δολοφονίας του πατρός του και της κατ’ αυτού μελετηθείσης αποπείρας, μετέβη πάραυτα μετά των παλληκαρίων του εις Μαυρίλον και αυτός μεν διά του ιδίου του ξίφους εφόνευσε τον Δημάκην, αφού πρώτον τω επέδειξε την επιστολήν και τω είπεν: «Δεν σου έφθασαν λοιπόν οι τόσοι Κοντογιανναίοι ους εδολοφόνησας μετά του πατρός μου;», οι περί αυτόν δε τους λοιπούς του Δημάκη συγγενείς, ων περιεσώθη μόνον εκτός των γυναικών, ων εφείσθησαν, ο Δημήτριος, ο Χατζίσκος (μικρός Χατζής) είτα επικληθείς, κρυβείς εντός των αποσκευών της οικίας. Ο ούτω περισωθείς είναι ο μετά ταύτα διατελέσας επί Όθωνος υπουργός ανεψιός του Δημάκη.
Ο Σπύρος όμως, ο καταλαμβανόμενος ευκόλως υπό του πάθους της οργής, ως διηγούνται οι συγγενείς, είχε τρωθή υπό του προς την ωραίαν Αγορούλαν αναπτυχθέντος έρωτός του καίτοι μετά το ανωτέρω δράμα είχεν, ως εικός, διαλύσει τον μετ’ αυτής αρραβώνα. Όταν όμως επληροφορήθη, ότι η Αγορούλα εμνηστεύθη, η ζηλοτυπία τον κατέλαβεν επί τοσούτον, ώστε μετέβη εις Μαυρίλον, καθ’ ην στιγμήν διήρχετο η νυμφική του μέλλοντος γάμου πομπή, και αποδιώξας τον μελλόνυμφον απήγαγε μετ’ αυτού την νύμφην και πρώην μνηστήν του, ης τον έρωτα δεν ηδυνήθη να δαμάση, και ενυμφεύθη αυτήν.
Την μάμμην μου ταύτην απέστειλε μετά ταύτα ο Σπύρος εις την Επτάνησον προς ασφάλειάν της, διαρκούσης της Επαναστάσεως, ως έπραττον οι οπλαρχηγοί μας, όπου εν Καλάμω την 27 Ιουλίου 1824 εγέννησε τον εμόν πατέρα, τον διακριθέντα συνταγματάρχην κατά τα έτη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος εν τω σώματι της επιμελητείας, όπερ ετίμησεν, επί πανθομολογουμένη εντιμότητι, αγαθότητι και ενημερότητι της υπηρεσίας του. Η μάμμη μου έμεινεν εις τον Κάλαμον μέχρι του 1826, ότε, φονευθέντος του πάππου μου εν Μεσολογγίω, επέστρεψε, κινδυνεύσασα μάλιστα να αιχμαλωτισθή παρά των Τούρκων, εις Γυποχώρι (Γυφτοχώρι) ένθα και απεβίωσε το 1834.
Εκ της ανωτέρω ιστορικής αφηγήσεως πείθεταί τις ότι, ως αφηγείται τα κατ’ αυτήν ο κ. Βορτσέλας εν έργω του υπό τον τίτλον Η Φθιώτις, είνε εντελώς ανακριβή, ουδέ ληστής τις Κοντογιάννης ήτο, ως λέγει, ο φονεύσας τον Δημάκην, εκτός εάν κατ’ αυτόν ήσαν λησταί οι στρατηγοί και πρόμαχοι, οι υπέρ της Ελευθερίας, ης απήλαυσεν ανωδύνως ο κ. Βορτσέλας, πεσόντες και υπέρ Πίστεως και Πατρίδος τα πάντα θυσιάσαντες.
Γράφων ιστορίαν εποχής άλλης, υφισταμένης υπό όρους όλως διαφέροντας της σημερινής, έχω καθήκον να σεβασθώ προ παντός την αλήθειαν, υπό οιανδήποτε μορφήν και εάν εμφανίζηται σήμερον. Τούτο πράττω έτι μάλλον ευχερώς, αφού εις την μεταξύ των οίκων Κοντογιάννη και Χατζίσκου δημιουργηθείσαν διά του γάμου του Σπύρου συγγένειαν το αφηγηθέν γεγονός δεν έλαβε άλλην σημασίαν ή εκείνην ην έχει σήμερον, την του ιστορικού επεισοδίου εποχής μεμακρυσμένης, ενδόξου όσον και οδυνηράς, ήτις όμως εγέννησε την ελευθέραν και πεπολιτισμένην Ελλάδα της σήμερον.
(Ἀπό το βιβλίο: Στρατηγού Π. Kοντογιάννη, Kοντογιανναίοι. Kλέφτες - Aρματωλοί - Aγωνισταί, Eν Aθήναις, Tυπογραφείον A.Σ. Pαφτάνη, 1924)
Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης εκστρατεύει με 3.000 Τουρκαλβανούς εναντίον των αρματολών Θεσσαλίας και Ρούμελης. Αντιδρούν οι Κοντογιανναίοι. Γενάρχης τους ήταν ο «ένδοξος και μεγαλοπρεπής» (κατά Κασομούλη) Γιαννάκης Κοντογιάννης, αρματολός Πατρατζικίου (Υπάτης), ο οποίος πολεμούσε από το 1750. Μετά τον θάνατό του, αντί να κληροδοτήσει σπίτια και παλλάτια στους υιούς του, Κωνσταντή και Μήτσο, τους κληροδότησε το όραμα της Επαναστάσεως! Αυτοί αντέταξαν ισχυρά αντίσταση, αλλά διεσκορπίσθησαν και συνέχισαν τον πόλεμο ως κλέφτες. Τελικώς, σε μία μάχη κοντά στην γέφυρα της Τατάρνας στην Ευρυτανία (αρχές 19ου αι.), ο Κωνσταντής εσκοτώθη κι αιχμαλωτίσθηκε ο υιός του Κωνσταντή, Νικολάκης. Αργότερα, ο Νικολάκης εξαγοράσθηκε και χωρίς να πτοηθεί από το προηγούμενο τραυματικό βίωμά του, έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 - μαζί με τον θείο του Μήτσο Κοντογιάννη. Ποιος καλείται να περάσει στην αθανασία την αντίσταση και επανάσταση των Κοντογιανναίων; Μα φυσικά, το δημοτικό τραγούδι! Ο λαός βάζει αγγελιαφόρο να φέρει μαντάτο στην Κοντογιάνναινα – γιατί το θηλυκό φέρνει την ζωή, το θηλυκό προώρισται να την κλαύσει – να θρηνεί, σε μια σκηνή που μας αποδεικνύει το πόσο το δημοτικό μας τραγούδι είναι η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας:
«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».
«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,
τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…
«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτὰ-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!
Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου