Αη-Συμιός σήμαινε άλογα, άλογα σήμαινε το απόλυτο ελευθέρωμα , το τρέξιμο ξεσέλωτα για δοκιμή στους γύφτους που καταφτάναν 2 μήνες πρίν, ητανε ανεμαντάμωμα και όνειρο χωρίς αρχή και τέλος, γιατί, και που κατεβαίναμε, δεν ξεβαλικεύαμε απ’ το όνειρο.
Ο Γιάννης ο Πουλής έκατσε 20 μέρες στη σκηνή του γύφτου κι έγινε ένα με τα παιδιά του, για να του δώσει το μαύρο τ’ «αραβανιάρικο».
Κι έφαγε σκατζοχέρια και του άρεσαν και κάλεσε κι εμάς
Κι οι γύφτοι τον αγάπησαν και κάθε χρόνο του’ φερναν άλογο, το καλύτερο.
Κι ο Γιάννης, που’γινε μεγάλος πανηγυριστής και όλοι τον θυμούνται ν’ ακροχορεύει στις μύτες των ποδιών αερικό κι εγώ τον κράταγα με το μαντήλι και πολύ το χαίρομαι που τα αναπολώ,
πέθανε στα πενήντα του περίπου από άλογο που’ κανε σούζα κι αυτός δεν είπε να πηδήσει μέχρι την τελευταία στιγμή και του’ σπασε τα μέσα του κι όλοι δε τον πιστέψαν κι όλοι είπαν πως η αγάπη η μεγάλη και παρατεταμένη αγάπη σκοτώνει να!
Όμως ήταν κι άλλοι που ποτέ δε κατάφεραν να μπουν καβάλα στ’ άλογο και να τρέξουν και θυμάμαι ο Αντρέας, που και τι δεν έκανε για να μπορέσει να ‘ρθει καβάλα στον Αη-Συμιό, έπεφτε απ’ το άλογο πριν ξεκινήσει και φώναζε «πέφτω, πέφτω» κι έπεφτε χωρίς κανένα λόγο, ούτε καν απ’ την περπατησιά του αλόγου, κι έτσι μόνο μια χρονιά ήλθε μαζί μας στο πανηγύρι και ποτέ άλλοτε. Τώρα πάει ο γιός του και μάλιστα με άλογα βαρβάτα.
Ο Αη-Συμιός στη μικρότερη ηλικία σήμαινε για τους περισσότερους να μας παίρνει κάποιος μεγάλος πισωκάπουλα και να ανεβαίνουμε στο
βουνό με το φεγγάρι και τα τραγούδια του πανηγυριού και τα χωρατά που αψηφούσαν την κούραση.
Και μετά αφήσαμε το νταούλι να γίνει αντλία και γκλάνγκ καρα γκλάνγκ, να στέλνει σα δεύτερη καρδιά το αίμα γρηγορότερα απάνω στη κεφάλα μας που μέθαγε χωρίς κρασί και το ζουρνά να γίνεται ρευστό τραγούδι-μυρμηγκιά ψυχής και τα πλατάνια να ομπρελιάζουν την ψυχή σου.
Και σιγά σιγά καταλάβαμε τι είναι το πανηγύρι και πως οι κανόνες του είναι απ’ τα πιο σοβαρά πράγματα, που αν δεν υπάρξουν, χάθηκε κι αυτό μες στην ισοπεδωτική εξέλιξη που συγχωράει κάθε αλλαγή προς το ίσο και το συνηθισμένο και που κάνει τα πράγματα να σταματάνε να’ ναι τα ίδια, δηλαδή τα κάνει να μην αξίζει πια να υπάρχουν.
Και μετά οι μισοί το γυρνούσαν στα πλουμιστά άρματα που είναι πιο καθιστό γλέντι, με πιο πολύ τραγούδι, με πιο σφιχτούς κανόνες.
Ευτυχώς, το Πανηγύρι συνεχίζει ακόμα και στο χαλεπότερο τώρα να υπάρχει σχεδόν σαν παλιά, αν και δε σας κρύβω πως πληγώνει και πονάει καμιά φορά έξω απ’ τις παρέες.
Όμως, τώρα που το σκέφτομαι λίγο καλύτερα, όλα τα πράγματα στο Μεσολόγγι ήταν ιανόμορφα
Δημήτρης Παπαθέου
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου