keino t'asteri to labro 1. ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟΥ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ
Upload Music
Κάτω στο Βάλτο στα χωριά, Ξηρόμερο κι Άγραφα.
Γιε μ' , στα πέντε βιλαέτια, φάτε πιέτε, μωρ' αδέρφια.
Εκεί είν' οι κλέφτες οι πολλοί, όλοι ντυμένοι στο φλουρί. Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. Πιάνουν και γράφουν μια γραφή, βρίζουν τα γένια του Κατή. Γράφουνε και στον Κομπότη, προσκυνούν και το δεσπότη. Αγάδες κάμετε καλά γιατί σας καίμε τα χωριά,
γρήγορα τα' αρματολίκι γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι.
2. ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΗΜΕΝΕ ΠΛΑΤΑΝΕ
--Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένο ς,
με τις ριζούλες στο νερό, με τη δροσιά στα φύλλα; --Παιδιά μ' , σαν με ρωτήσατε, να σας το μολογήσω.
Αλη , - Πασάς επέρασε με δεκαοχτώ χιλιάδες
κι όλοι στον ίσκιο μ' έκατσαν και κατ' απ' τη δροσιά μου κι όλοι σημάδι μ' έβαλαν κι όλοι με ντουφεκίσαν
άλλοι βαρούν στους κλώνους μου κι άλλοι βαρούν τα φύλλα κι ο σκύλος ο Αλή Πασάς βαρεί μες στη καρδιά μου μαράθηκαν τα φύλλα μου, μαράθηκε η καρδιά μου.
3. ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ
Ένας αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης,
από την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά του,
δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,
μα μένει απάνω στα βουβά ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλα στους κάμπους, εμάργωσαν τα νύχια του και πέσαν τα νερά του
κι αγνάντια βγήκε κι έκατσε σ' ένα ψηλό λιθάρι
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:
--Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ σε τούτη την αποσκιούρα,
να λιώσουνε τα κρούσταλα, να λιώσουνε τα χιόνια,
να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου να γιάνουν τα νερά μου
να 'ρθούνε τα' άλλα τα πουλιά και τα' άλλα μου τα' αδέρφια;
4. ΤΟΥ ΝΤΑΒΕΛΗ
Μας πήρ' η μέρα κι η αυγή, γεια σου Νταβέλη αρχιληστή, γιε μ' , το δόλιο μεσημέρι,
Κακαρέπη και Νταβέλη.
Και πού θα λημεριάσουμε, Νταβέλη θα μας πιάσουνε,
πού θα κάνουμε λημέρι, Κακαρέπη και Νταβέλη;
--Σε κείν' τη ράχη την ψηλή, γεια σου Νταβέλη αρχιληστή, γιε μ' , μπροστά στο Κρυφονέρι, κει θα κάνουμε λημέρι.
5. ΕΝΑΣ ΑΗΤΟΣ ΚΑΘΟΤΑΝΕ
Ένας αητός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε
και κοίταζε τα νύχια του, τα νυχοποδαράκια του. --Νύχια μου και νυχάκια μου κι ανυχοποδαράκια μου, την πέρδικα που πιάσατε, να μην τηνέ χαλάσετε, θέλω τη βάλω στο κλουβί να κελαηδεί κάθε πρωί
6 . Ο ΟΛΥΜΠΟΣ ΚΙ Ο ΚΙΣΑΒΟΣ
Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν, το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι. α Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι. Γυρίζει ο γερό- Όλυμπος και λέγει του Κίσαβου: --Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε, που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γερό Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος, 'έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες, κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το Παίρνει η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια, γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους. Έχω και τον χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει: --Ήλιε μ' ,δεν κρους ταποταχύ, μον' κρους το μεσημέρι, να ζεσταθούν τα νύχια μου, να νυχοποδαρά μου.
Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις (1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό, με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν, για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:
"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί oι Γιαουντζήδες. Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Kι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη, να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".
2. Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Σάββατο μέρα πέρασαν από το Μεσολόγγι
την Κυριακή ήταν των Βαγιών, Σαββάτο του Λαζάρου
κι άκουσα μέσα κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
δεν έκλαιγαν τον σκοτωμό κι ούτε για τα κουφάρια,
μόν' έκλαιγαν για το ψωμί οπού 'λειψε τ' αλεύρι.
Κι ένας παπάς εχούγιαξεν από την εκκλησία.
--Παιδιά, μεγάλοι και μικροί., εδώ στον Αϊ Νικόλα,
την ύστερη μεταλαβιά ελάτε για να βρείτε.
Κι ο Μπότσαρης εχούγιαξεν από το μετερίζι:
--Ποιος είν ' άξιος και γρήγορος και άξιο παλικάρι,
να πάει με γράμμα στα νησιά, στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να μας φέρουν ζαϊρέ να διώξουμε την πείνα,
να διώξουμε τα’ς Αράπηδες, το σκύλο το Μπραϊμη.
Πού πας, μωρέ Μπραϊμπασα, με τους παλιαραπάδες!
Εδώ το λένε Κάρελι, το λένε Μεσολόγγι,
όπου πολεμάν οι 'Έλληνες σαν άξια παλικάρια.
στις εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι μικροί μεγάλοι
κι ένας στον άλλον έλεγε κι ένας στον άλλο λέει:
--Αδέρφια, τι θα κάνουμε στο χάλι που μας βρήκε; Δυο μήνες τώρα πέρασαν, που ο ζαϊρές εσώθει, φάγαμ' ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια,
το Βασιλάδι έπεσε, τα Αντελικό εχάθει,
ήρθαν και τα καράβια μας και πάλι πίσω πάνε.
Θανάσης Κότσικας φώναξε, Θανάσης Κότσικας λέει:
--Αδέρφια ας πολεμήσουμε τους Τούρκους σα λιοντάρια και το γιουρούσ' ας κάνουμε για να διαβούμε πέρα. Μπροστά θα βγούνε οι γέροι στη μέση οι γυναίκες. Εγίνηκε το τσάκισμα μες στου Μακρή την ντάπια
και το γιοφύρι εχάλασαν και τα παιδιά τα πνίξαν. Αρρωστοι μέσα μείνανε μαζί με το Δεσπότη.
Φωτιά στο κάστρο βάλανε, κανένας δεν εσώθει.
3. ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ
Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ' αψήλου,
ν' αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι,
πως πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσαρους πασάδες. Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου, πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης. Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής φωνάζει:
--Παιδιά, βαστάτε τα' άρματα και τα βαριά ντουφέκια, και το μιντάτ' μας έρχεται στεριάς και του πελάγου.
Ο Καραϊσκάκης της στεριάς κ' Υδραίοι του πελάγου. Μήτε μιντάτι έφτασε μήτε βοήθεια φτάνει,
και οι κλεισμένοι ξώρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια, κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν. Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους,
και λίγοι ξεγλυτώσανε πλέοντας μες στο αίμα.
4. ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ (Α')
Σαν πας πουλί μου στη Φραγκιά, σαν πας στην 'Αγια-Μαύρα χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη
πες του να κάτσει φρόνιμα, σιγά, ταπεινωμένα
δεν είναι, ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει
φέτος το πήρε ο γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη-Γκέκας, ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι ο Κατσαντώνης το μάθε και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ' αυτόν το Βέλη-Γκέκα. Όπου θα τά βρει τα παιδιά, ας τά βρει κι ας τα πάρει Κι ο Βέλη-Γκέκας έτρωγε σ' ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν, κ' οι τρεις ξανθομαλλούσες, η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η Τρίτη η καλλίτερη με τ' ασημένιο τάσι.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν κι εκεί που λακριντίζαν, μαύρα μαντάτα του' ρθανε από τον Κατσαντώνη;
--Να βγεις Βελή μου, στ' Αγραφα, να βγεις ν' ανταμωθούτι Κι ο Βελη-Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνει,
στα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
--Πού είσαι τσαούση γλήγορε, μάσε τα παλικάρια
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του' χε.
Κι ο Βελη-Γκέκας πάει μπροστά με έξι-εφτά νομάτους. --Πού πας, Βελή, ντερβέναγα, ριτσάλι του Βεζίρη;
--Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα παλιοκλέφτη.
--Δεν ειν' εδώ τα Γιάννινα δεν ειν' εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια, εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν. Τρεις μπαταριές του ρίξανε, τη μια μεριά στην άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα η άλλη στο κεφάλι,
κ' η Τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, ταχείλη του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, τα παλικάρια κράζει; --Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα πάρ' τ' άρματά μου να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης.
Β'
--Αντώνη μου, τι σκέφτεσαι, τι 'σαι συλλογισμένος; --Παιδιά μου, μη με βιάζετε και θα σας μολογήσω.
Εψές μου' ρθαν τα γράμματα ν' από το Γέρο-Δήμο. Απ' όξω λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα, μου πήραν τη γυναίκα μου, το μοναχό παιδί μου,
ο Βελή Γκέκας το σκυλί, ο άπιστος ο σκύλος. Πού' σαι, Γιωργάκη μ' αδερφέ, κι εσύ, Γερο-Βασίλη, μου πήραν τη γυναίκα μου, το μοναχό παιδί μου. Πιάσε και φκιάσε γράμματα σ' αυτόν το Γερο-Δήμο, και πες τ' «Αντώνης έρχεται»...
Γ'
Βαστάτε ,Τούρκοι, τ' άλογα, λίγου να ξανασάνω
να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,
να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες. Και σεις Τζουμέρκα κι Αγραφα παλικαριών λημέρια, εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε,
τους Τούρκους πως πολέμαγα κι πάντα τους νικούσα. Ν' αφήσω διάτα στα παιδιά, σ' αυτόν το Λεπενιώτη, φωτιά να βάλλει στ' Αγραφα, σ' αυτό το Μοναστήρι, να κάψει τον καλόγηρο που πρόδωσε εμένα.
Δ '
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες
και σεις Τζουμέρκα κι Αγραφα, παλικαριών λημέρια. Αν δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και το γιο μου, πέστε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά και απάτη. Αρρωστημένο μ' ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα, σαν το μικρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.
5. ΤΟΥ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ
Avτάριασαν νε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι.
Κι οι κλέφτες το καρτέρεσαν και το συχνορωτάνε.
--Πες μας, πες μας αστέρι μου κι ένα καλό χαμπέρι.
--Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω;
Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες το δεξί το χέρι.
Δεν μπόρ' να βγάλει το σπαθί, ν' αδειάσει το τουφέκι. Ψιλή φωνίτσα έσυρε, όσο καν εδυνόταν.
--Το πού "σαι Τσόγκα μ' αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη, γυρίστε να με πάρετε, πάρτε μου το κεφάλι,
να μην τα πάρει η Τουρκιά κι αυτός ο Νακοθέας.
Β'
Τάξτε, παιδιά μου, τάματα σ' όλα τα μοναστήρια
χiλια φλωριά έχω στον Μπουρσό και χiλια στην Τατάρνα. Στον Αγιο Δημήτριο πούνε στη Βαρετάδα
έχω μια πέρδικα χρυσή κι ένα ασημένιο τάσι,
να γιάνει το χεράκι μου και το δεξί το πόδι.
6. ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
[Ανδρέας Ανδρίτσος ή Ανδρούτσος 1740-1797]
--Ανδρούτσο μ' πού ξεχείμασες το φετινό χειμώνα που' ταν τα χιόνια τα πoλλά. και τα βαριά χαλάζια; --Στην Πρέβεζα ξεχείμασα στ' αμπάρια απ' τα καράβια. --Ανδρούτσο μ' δεν φοβόσουνα σ' αυτόν εκεί τον τόπο; --Είχα συντρόφους διαλεχτούς, όλο Ξηρομερίτες πούχουνε μπέσα στην καρδιά και στην ψυχή χρυσάφι.
Β'
Τ' Αντρούτσ' η μάνα χαίρεται, τ' Αντρούτσου καμαρώνει, οπού' χει γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους. --Αντρούτσου μ' , πού ξεχείμασες το φετινό χειμώνα
που ήταν τα χιόνια τα βαριά και τα πoλλά. χαλάζια; --Στην Πρέβεζα ξεχείμασα, στα φράγκικα καράβια,
κι είχα συντρόφους διαλεχτούς, ούλο καπεταναίους, Είχα το Μάρκο Μπότσαρη, το Λάμπρο τον Κατσώνη, είχα και δυο βλαχόπουλα, τα πρώτα παλικάρια.
7. ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΥ
(ο Σκυλοδήμος ανήκε σε αρματολική οικογένεια της Ακαρνανίας.)
.Ξύπνα πουλάκι μ' την αυγή κι ανέβα στο κλαράκι
και τίναξ' τις φτερούγες σου να πέσουν οι δροσούλες, λάλει, πουλάκι μ' την αυγή, καθώς λαλούν και τάλλα, τ' είναι σημάδι των κλεφτών, κακό και για τους κλέφτες.
Δουλειά δεν έχ' η κλεφτουριά κι αυτός ο Σκυλοδήμος εδείπνα κι ετραγούδαγε στα έλατ' από κάτω
με την Ειρήνη στο πλευρό, με την παπαδοπούλα.
--Κέρνα μ' Ειρήνη μ', κέρνα με ,κέρνα μ' όσο να φέξει και το πουρνό σε προβοδώ με δέκα παλικάρια.
--Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κερνάω,
εγώ είμαι κόρη προεστού κι από τους Παπαδαίους.
Αυτού προς τα χαράματα φάνηκαν δυο διαβάτες.
--Δήμο μου, καλημέρα σου.
--Καλώς τους τους διαβάτες.
--Διαβάτες που το ξέρετε πως ει' ο Σκυλοδήμος; --Φέρνουμε χαιρετίσματα από τον αδερφό σου,
στα Γιάννινα τον είδαμε, στη φυλακή κλεισμένο,
κ' είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπες στα ποδάρια,
Κι ο Δήμος μόλις τάκουσε άρπαξε το τουφέκι
και κλαίγοντας ξεκίνησε στα Γιάννινα να πάγει,
--Πού πας, πού τρέχεις , μπρ' αδερφέ, που τρέχεις καπετάνιε; Ο αδερφός σου είμ' εγώ κι έλα να φιληθoύμε
τα σίδερα πριόνισα και ρίχτηκα στη λίμνη
δυο μερovύχτια στάθηκα κρυμμένος στα καλάμια
κι αντιπροψές με πέρασαν νησιώτες στην Καστρίτσα,
8. ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Θρήνος μεγάλος γένεται μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν στην εκκλησιά το Μάρκο παν στον τάφο
'ξήντα παπάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από μεργιά Σουλιώτισσες τόνε μοιργιολογάνε
κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι κι όλο του Μάρκου ν' έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει; --Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
Κι αν' ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι
το Μεσολόγγι απόμεινε δε θε να προσκυνήσει
στεριάς το δέρνει ο Κιουταχής κι Αράπης του πελάγου πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε μ' όσο κι αν η μπορούσε;
--Δε μπορ' ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ να κάτσω γιατ' έχω βόλι στην καρδιά.
Γ. ΤΣΟΓΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ (1821)
Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλον τον κόσμο ήλιος, και στο Βραχώρι το πικρό μαύρος καπνός κι αντάρα.
Καπεταναίοι το 'καιγαν, Τσόγκας κι Αλεξάκης.
Μια Μπεγιοπούλα φώναξε από ψηλό σαράγι.
--Τι κάνετε, μπρε Χριστιανοί! Δεν είστε βαφτισμένοι; Εμείς αντάμα ζήσαμε, τρανέψαμε αντάμα,
γιατί τώρα μας καίγετε, μας χύνετε το αίμα! Τέτοια παράπονα πικρά τις φλόγες δεν τις σβήνουν, τα γυναικόπαιδα έπεσαν στων ανταρτών τα χέρια.
9. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας. Μόν' καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
ν' ανοίξ' ο γαύρος κι γιοξιά, να πιάσουν τα λημέρια, να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το τουφέκι
να βγω στης Γούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λιμέρια, για να σφυρίξω κλέφτικα το γω κατακαημένα,
να μάσω τα μπουλούκια μου ,που είναι σκορπισμένα
10. ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ
Ένα πουλί αναστέναξε μες στον Αγιο-Νικόλα,
κι μαραθήκαν τα κλαδιά, όλα τα περιβόλια.
Στους κάμπους οπ' ακούστηκε, μαράθηκαν τα χόρτα.
Τ' άκουσαν και δυο Έλληνες, δυο Ανατολικιώτες.
-- Τ' έχεις πουλάκι μου και κλαις στον ήλιο και μαδιέσαι; --Αντί πρoχτές εδιάβαινα από το Καρπενήσι.
Ήκουσα να συνομιλούν στου Σκόντρα το τσαντίρι,
κι λέγανε στο σύμβουλι το κάτω το χαμπέρι.
Ο Μάρκος εσκοτώθηκεν, μα έσφαξε Χιλίους,
Ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνει,
ευθύς τον άτι ζήτησε, να το καβαλικέψει.
--Αιντε να πάμε ασκέρι μου στο έρημο Βραχώρι. Εβγήκαν και ξεπέζεψαν μες στης Γουριάς τον κάμπο, εστήσαν τα τσαντίρια των, εδέσαν τ ' άλογά των,
κι ήρθανε, για να πολεμούν τους Ανατολικιώτες, Σκοτώθει κι ένας μπιμπασής, ο πρώτος σερασκέρης.
Κι ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνει,
τον Τσέλαδι-μπέη έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει,
να δώσει λόγο στο Μωριά, στης Πάτρας το καστέλι,
να βγάλουν τόπια τρομερά και μπόμπες τρομασμένες,
να πάρουν τ' Ανατολικό κι αυτό το Μεσολόγγι.
Ομέρ πασάς εφώναξε από τον Αι Θανάση.
-- Τι λες αυτού μπρε Σκόντρα μου και συ παλιοχαίντούτη;
Εδώ δεν ειν' το Βίδινι ουδέ το σερασκέρι,
εδώ το 'λέγoυν Κάρελι, έχει καπεταναίους,
είν' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Τσόγκας από πέρα, είναι κι ο Κώστας Μπότσαρης ο αδερφός του Μάρκου, όταν εβγάλουν το σπαθί σηκώσουν το τουφέκι, μπροστά Τούρκος δε φαίνεται.
11. Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ
Α'
Χρυσός αϊτός τριγύριζε όξ' απ το Μισολόγγι,
ρωτά στην τάπια του Μακρή ,στην τάπια του Δεσπότη, --Μην είδατε το Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη;
--Σύρε πουλί μ' στ' Αντελικό και κοίταξε τριγύρου,
κι αγνάντεψε προς το Ντολμά, κι αντίκρυ από τον Πόρο, εκεί να δεις άσπρα κορμιά και κόκαλα στον άμμο,
κι αν ημπορέσεις διάλεξε τον καπετάν Γρηγόρη,.
Β'
Τρεις σταυραετοί ροβόλαγαν-Γρηγόρη Λιακατά
απ' τα' Αγραφα σταλμένοι.
Ό ένας πάει στ' Αντελικό, κι άλλος στο Βασιλάδι,
ο τρίτος ο καλλίτερος, πάει στο Μεσολόγγι.
Όλες τις ντάπιες γύρισε, κι όλα τα μετερίζια
κι αποσταμένος στάθηκε στου Μπότσαρη την τάπια. Σαν το 'δε ο Τσόγκας στέκεται και το γλυκορωτάει. -- Τ' έχεις πουλί περήφανο και στέκεις λουφιασμένο; --Δυο μέρες τώρα περπατώ, το Λιακατά για να 'βρω και μου' πανε πως βρίσκεται, σε τούτο κάστρο μέσα. --Δεν είν' εδώ, πουλάκι μου, δεν είν' εδώ, πουλί μου, εψές, προψές μας ήρθανε, τα θλιβερά μαντάτα.
Γ' (1825)
Με γέλασε η χαραυγή, με γέλασε η πούλια,
κι επήγα απάνου στο βουνό ψηλά στο κορφοβούνι,
κι εκεί άκουσα μια πέρδικα, που γλυκοκελαηδούσε,
κι εκαταριώνταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα. --Εσείς βουνά του κερατά, βουνά τ' Ασπροποτάμου, την κλεφτουριά τι εκάματε, τον καπετάν Γρηγόρη;
--ο Νικολός τον γέλασε, ο Νικολός Στουρνάρης. Αιντε, Γληγόρ', να φύγουμε, στο Μεσολόγγι ας πάμε, να γίνουμε χιλίαρχοι και να μας κάνουν πρώτους.
Ο Μήτρος έγραψε γραφή κι έστειλε του Γληγόρη: --Γληγόρη, τι ζουρλάθηκες, σου πήρ' ο Θιος τη γνώση,
κι αφήκες τα λημέρια μας, το πατρικό σου σπίτι;
-- Τι να σου κάνω, μπρε αδερφέ, τι να σου κάμω, Μήτρο, βόλι πικρό μου βάρεσε το δέξιο μου το μάτι,
κι αν κάμει ο Θιός κι γιατρευτώ κι η Παναγιά να γιάνω θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Δ
Με γέλασε ο Αυγερινός, με γέλασε η πούλια,
κι εβγήκ' απάνου στο βουνό προτού να καλοφέξει, εκεί σε πέτρ' ακούμπησα να πάρ' ολίγον ύπνο,
κι εκεί άκουσα τρεις πέρδικες, οπού εκελαηδούσαν,
κι εκαταριώνταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα. --Εσείς, βουνά του κερατά, βουνά τ' Ασπροποτάμου, τους κλέφτες τι τους κάνατε, τον καπετάν Γληγόρη; --Αυτός πήγε κι κλείσθηκε στο δόλιο Μεσολόγγι.
Μας είπαν πως λαβώθηκε στο δεξιό το μάτι,
και λέν' πως δε θα ξαναρθεί, δε θα τον ξαναδούμε. Για κλάψτε δέντρα και κλαριά και σεις, κοντοραχούλες, και σεις, βουνά κλεφτοβουνά, με τις κρυοβρυσούλες, τι εχάσατε την κλεφτουριά, τον καπετάν Γληγόρη.
Ε '(1826)
Εψές κατά το δειλινό, εψές κατά το βράδυ,
τρεις λυγερές το λέγανε κι επικροτραγουδούσαν.
Η μια ήταν η Στουρνάραινα, του Μάρκου Μπότσαρ' η άλλη κι η τρίτην η μικρότερη του καπετάν Γληγόρη.
Εκεί που μοιρολόγαε κι ομορφοτραγουδούσε,
πουλάκι επήγε κι έκατσε εκεί στα γόνατά της.
--Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι.
-- Τι να σου ειπώ, κυρούλα μου, τι να σου μολογήσω;
Εψές προψές που διάβαινα στο έρμο Μεσολόγγι,
άκουσα πως βαρέθηκε ο καπετάν Γληγόρης.
Τον κλαιν τα δέντρα, τα κλαριά, τον κλαιν κι οι κρύες βρύσες. Τον κλαιν και στα Κούτσανα οι καπετανοπούλες.
ΣΤ (1826)
Ψηλά απ' τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι, γεράκι με δυο γράμματα από τους Λιακαταίους. Γυρίζ' εδώ, γυρίζ' εκεί, γυρίζ' όλη τη χώρα.
--Μην είδατε το Λιακατά, τον καπετάν Γληγόρη; --Πουλί μ', αυτός δεν είν' εδώ, εδώ μην τον γυρεύεις, πέτα προς τα' Ανατολικό και πέρασε στον Πόρο,
κι εκεί θα βρεις πολλά κορμιά σφαγμένα, σκοτωμένα, κι όποιο να ιδείς λεβέντικο και ξανθομουστακάτο, εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γληγόρ
ΤΟΥ θΟΔΩΡΑΚΗ ΓΡΙΒΑ (όπως ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος)
Τι είν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη,
στη μέση στο Ξηρόμερο, στην Κατοχή στη χώρα;
Το δράκο Γρίβα κλείσανε, πέντ' έξι β1λαέτια.
Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Τσόγκας απ' το Βάλτο κι ο Πεσιλής απ' τ' Αγραφα κι ο καπετάν Σουλιώτης. 'Κι ο Βλαχοτσόγκας φώναξε, σ' όλη την παρέα
--Βάλτε φωτιά και κάψετε του Γουλιμή τα σπίτια.
Ο Γρίβας τότε φώναξε 'πό μέσα από την κούλια.
-- Τι λες αυτού παλιόβλαχε, μωρέ παλιογουρνάρη;
Μη λες πως είναι πρόβατα, μη λες πως είναι γίδια;
Εμέ με λένε Θοδωρή, με λένε Θοδωράκη.
Έβγα με δέκα τέσσερους κι εγώ με τον Αράπη.
Και θα σε κάψω ζωντανό με το πολύ τ' ασκέρι.
Και στη φωτιά τον βάλανε από το μεσημέρι,
κι ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι βγήκε,
κι ο καθαρός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
ΕΤΕΡΟ
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
μας ήρθε κι ο χεινόπωρος πικρός φαρμακωμέvος.
Μας ήρθε ο Φράγκος βασιλιάς, μας ήρθε Βαυαρέζος. Παίρνει και γράφει διαταγές σ' όλα τα β1λαέτια, γράφει και μια ξεχωριστή' του Θοδωράκη Γρίβα. --Γρίβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλει ο Βαυαρέζος. -- Το τι με θέλει ο κερατάς, το τι με θέλει ο Φράγκος; Εάν με θέλει για καλό, να πάω με τ' άλογό μου,
κι αν με θέλει για κακό, να πάρω τ' άρματά μου. Σαν κίνησε να πάγαινε, σαν κίνησε να πάει,
σαν αστακό ς λυγιότανε, σαν κυπαρίσσι σειέται.
--Γεια σου, χαρά σου βασιλιά.
--Καλώς το Γρίβα που 'ρθε. --Γρίβα μου, τι παλάβωσες κι έχασες το μυαλό σου; Θα σε τιμωρήσω αυστηρά, για να ησυχάσω.
12. ΤΡΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν να παν στο Μισολόγγι. Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Ίσκος απ' το Βάλτο, ήρθε κι ο Μάρκο Μπότσαρης από τη Λακασούλη απόφαση να πάρουνε.
13. Ο ΑΡΗΦΑΓΑΣ
Στις δεκαπέντε του Μαγιού π' ανθίζει το λουλούδι,
γι' αφουγκραστείτε να σας πω τ' Αρήφαγα τραγούδι.
α Αρήφαγας ήταν παιδί, ήταν και παλικάρι,
μ' όλους τους Τούρκους τα 'βαζε στη μέση στο παζάρι. Σήμερα βάλανε βουλή τριακόσιοι γενιτσάροι,
να πιάσουν τον Αρηφαγά, της Κρήτης το λιοντάρι.
Κι η μάνα του σαν τ 'άκουσε πολύ της κακοφάνει, χωρίς μαντίλι, φερετζέ και στο Βεζίρη πάει.
--Αφέντη μου Βεζίρη μου, το γιο μου μη χαλάσεις,
κι όλο βενετικά φλουριά να μου τόνε ζυγιάσεις,
--Σύρε, μανούλα μ' , στο καλό μη σε γελάν οι Τούρκοι, ο γιος σου δε χαρίζεται ούτε και πίσω' ρχέται.
14. Η ΛΑΦΙΝΑ
Κλάψε με, μάνα μ', κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι και την αυγούλα με δροσιά ώσπου να δύσει ο ήλιος, να βγουν τα 'λάφια στις βοσκές κι όλες οι λαφίνες. Και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τα' άλλες, όλο τ' απόσκια περπατεί και τα ζερβά γυρίζει
κι όπ' έβρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Κι ο ήλιος την αγνάvτεψε από ξερό κλαράκι: --Μωρή λαφίνα, ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα, μόνο τ' απόσκια περπατάς κι αντίζερβα κοιμάσαι; --Εγώ 'λεΊα ηλάκι μου, πως δε θα με ρωτήσεις,
μα τώρα που με ρώτησες, να σου τ' ομολογήσω. Το ντέρτι μου, το πάθι μου, κανείς να μην το πάθει, μηδέ Τούρκος μηδέ Ρωμιός μηδέ καραβοκύρης. Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφα χωρίς μοσχάρι
κι αυτού στους δεκατέσσερους βγήκα με το μοσχάρι. Για μένα βγήκε ο κυνηγός με το πικρό τουφέκι,
κι έριξε και μου σκότωσε το μοναχό μοσχάρι.
Κι εγώ τα' απόσκια περπατώ, αντίζερβα κοιμούμαι κι αν εύρο γάργαρο νερό, θολώνω και το πίνω. Ανάθεμά σε κυνηγέ και συ και τα καλά σου,
συ έκανες κι ορφάνεψα από παιδί κι απ' άντρα.
15. ΤΟΥ ΔΡΟΣΟΥ
Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο, μεγάλο,
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κι η Γκιόνα των Σαλώνων
και τα Βαρδούσια τα ψηλά, πόχουν τις καταβόθρες. Κατάστρεψαν την κλεφτουριά, τους δόλιους Ανδρουτσαίους, το Δρόσο τον περήφανο, τον πολυξακουσμένο
πόχει τις πέντε αδερφές, τις πολυξακουσμένες.
Η μια τον κλαίει την αυγή κι άλλη το μεσημέρι
κοντά το γλυκοχάραμα, τον κλαιν, κι οι πέντε αντάμα.
16. ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ Η ΜΑΝΑ
Του Κίτσιου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
--Ποτάμι μ', για λιγόστεψε, ποτάμι μ' , γύρνα πίσω, για να περάσω αντiπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια, πόχουν οι κλέφτες σύναξη, κι όλοι οι καπεταναίοι πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα, πόχουν κι ένα γλυκό κρασί, οπού γλεντούν και πίνουν. Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα. Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει;
--Κίτσο, που είναι τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια; --Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου μόν' κλαις τα ' ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια.
17. ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω.
Κι εγώ τους λέω-δε μπορώ - κι αυτή μου λέει -τραγούδα για πάρτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε μου παλιό κρασί, να πιω για να μεθύσω,
να ειπώ τραγούδια θλιβερά, τραγούδια των κλεφτώνε.
18. Ο ΓΙΑΝΝΟΣ
Για σήκω απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριά κοιμάσαι, βρέχει ο Θεός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις.
Θα σου βραχούνε τα' άρματα και τα χρυσά κουμπιά σου και τα' ασημένιο το σπαθί, το πλουμιστό τουφέκι.
19. ΟΙ ΝΤΕΡΤΙΛΗΔΕΣ
Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας. Τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλo ποιος το ξέρει για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλο κόσμο πάμε. Πάλι καλές αντάμωσες, πάλι ν' ανταμωθούμε
στον Αι- Λιά στον πλάτανο, που 'ναι μια κρύα βρύση, πόχουν αρνιά που ψένονται, κριάρια σουβλισμένα, πόχουν κι ένα γλυκό κρασί όπου κερνούν και πίνουν-.
Ή οπούχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι
κι έχουν την Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν κι ο καπετάνιος τους μιλάει κι ο καπετάνιος λέει:
--Για φάτε πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε
τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλον κόσμο πάμε.
20. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ - ΤΣΕΛΙΟΥ
Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,
πικρά λαλεί μια πέρδικα μέσ' από τη φωλιά της. --Βουνά μου, τ' Ασπροπόταμου, βουνά του Ξηρομέρου, τα χιόνια να μην λιώσετε, ώσπου ναρθούν και τ' άλλα, γιατί ειν' ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει. Τον κλαίει η μέρα κι αυγή κι όλα τα παλικάρια
και τους γιατρούς εκκάλεσε να τον επισκεφτούνε.
Και 'νας γιατρός βασιλικός, που τον γιατροκομούσε, με ραγισμένη τη μιλιά, βαρύθυμα του κρένει:
--Τσέλιο μ', δεν είσαι για ζωή, για τον απάνω κόσμο, παρά είσαι για τη μαύρη γης, τ' αραχνιασμένο χώμα.
21. Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ
Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης,
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου, βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει.
Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει κι αν ξεφυτρώσει πλάτανο ς στον ίσκιο του από κάτω, θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα' άρματα να κρεμάνε, να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε.
Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
22. ΣΤΗ ΜΕΣΗΣ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάτανο από κάτω, καθόντανε τρεις γέροντες και τρεις καπεταναίοι. Ζαΐμης και Πετιμεζάς και ο Κολοκοτρώνης, συμβούλιο εκάνανε να κάψουνε την Πάτρα. Ζαΐμης δεν υπέγραφε, Πετιμεζάς του λέει --Υπόγραψε, Ζαΐμη μου.
23. Ο ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ
Ανάρια ανάρια τα 'ριχναν οι κλέφτες τα τουφέκια,
γιατί είν' οι μαύροι λιγοστοί, γιατ' είν' οι μαύροι λίγοι, καν δεκαεφτά καν δεκαοχrώ καν είκοσι νομάτοι.
Κι ουδέ κι ο Γιώργος είν' εδώ, πήγε στο μοναστήρι, Εκεί βαφτίζ' ένα παιδί, νάχει κι αυτός κουμπάρο,
να κάμ' ο μαύρος γύρισμα και φίλο να γυρίζει.
Τα παλικάρια τ' απ' εδώ φώναξαν κι απ' εκείθε: --Αφσε, Γιωργάκη μ', το παιδί κι άρπαξε το τουφέκι,
η παγανιά μας πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα. --Βαστάτ', ο Γιώργης φώναξε, με το σπαθί στο χέρι, τον τόπο πιάστε δυνατά, πιάστε τα μετερίζια.
Κι αν κάμ' ο Θιός κι η Παναγιά να κάμουμε γιουρούσι, Τον Μητσομπόνο ζωντανό, κοιτάξετε να πιάσετε.
24. ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Τι καπετάνιος είσαι συ, δε ρίχνεις δυο τουφέκια,
να συναχθεί τ' ασκέρι σου, να ιδούμε ποιος μας λείπει; Μας λεiπ' ο Διάκος από χτες και πάει στην Αλαμάνα, οι Τούρκοι μας τον έπιασαν και παν να τον κρεμάσουν. Χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ο Διάκος τους σκυλόβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
25. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω, τριγύρω γύρω θάλασσα κι από στεριά Αρβανίτες,
κι από μεριά κλεφτόπουλα , με τα σπαθιά στα χέρια Ομπρός να πάω σκιάζομαι, πίσω να πάω φοβάμαι και πάλι πίσω γύρισα στα κλέφτικα λημέρια.
Βρίσκω λημέρια έρημα, χωριά χορταριασμένα,
με πήρε το παράπονο και κάθομαι και κλαίω.
Ψιλή φωνίτσα έσυρα, όσο κι αν ημπορούσα. --Πούστε καημένη συντροφιά, καημένα παλικάρια;
Το τι να γίν' ο Αλεξανδρής κι ο ψυχογιός ο Γιώργος; Ο Γιώργος τότε μ' έκρινε από ψηλή ραχούλα. --Αλεξανδρής δεν είν' εδώ, πήγε στην Ελασσόνα,
κι εγώ με ταλλα τα παιδιά τον πόλεμο κρατούμε.
Σάββατο μέρα πέρασαν από το Μεσολόγγι
την Κυριακή ήταν των Βαγιών, Σαββάτο του Λαζάρου
κι άκουσα μέσα κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
δεν έκλαιγαν τον σκοτωμό κι ούτε για τα κουφάρια,
μόν' έκλαιγαν για το ψωμί οπού 'λειψε τ' αλεύρι.
Κι ένας παπάς εχούγιαξεν από την εκκλησία.
--Παιδιά, μεγάλοι και μικροί., εδώ στον Αϊ Νικόλα,
την ύστερη μεταλαβιά ελάτε για να βρείτε.
Κι ο Μπότσαρης εχούγιαξεν από το μετερίζι:
--Ποιος είν ' άξιος και γρήγορος και άξιο παλικάρι,
να πάει με γράμμα στα νησιά, στην Ύδρα και τις Σπέτσες για να μας φέρουν ζαϊρέ να διώξουμε την πείνα,
να διώξουμε τα’ς Αράπηδες, το σκύλο το Μπραϊμη.
Πού πας, μωρέ Μπραϊμπασα, με τους παλιαραπάδες!
Εδώ το λένε Κάρελι, το λένε Μεσολόγγι,
όπου πολεμάν οι 'Έλληνες σαν άξια παλικάρια.
στις εκκλησιές μαζώχτηκαν, όλοι μικροί μεγάλοι
κι ένας στον άλλον έλεγε κι ένας στον άλλο λέει:
--Αδέρφια, τι θα κάνουμε στο χάλι που μας βρήκε; Δυο μήνες τώρα πέρασαν, που ο ζαϊρές εσώθει, φάγαμ' ακάθαρτα σκυλιά και γάτες και ποντίκια,
το Βασιλάδι έπεσε, τα Αντελικό εχάθει,
ήρθαν και τα καράβια μας και πάλι πίσω πάνε.
Θανάσης Κότσικας φώναξε, Θανάσης Κότσικας λέει:
--Αδέρφια ας πολεμήσουμε τους Τούρκους σα λιοντάρια και το γιουρούσ' ας κάνουμε για να διαβούμε πέρα. Μπροστά θα βγούνε οι γέροι στη μέση οι γυναίκες. Εγίνηκε το τσάκισμα μες στου Μακρή την ντάπια
και το γιοφύρι εχάλασαν και τα παιδιά τα πνίξαν. Αρρωστοι μέσα μείνανε μαζί με το Δεσπότη.
Φωτιά στο κάστρο βάλανε, κανένας δεν εσώθει.
3. ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ
Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ' αψήλου,
ν' αγνάντευα τη Ρούμελη, το έρμο Μεσολόγγι,
πως πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσαρους πασάδες. Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου, πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης. Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής φωνάζει:
--Παιδιά, βαστάτε τα' άρματα και τα βαριά ντουφέκια, και το μιντάτ' μας έρχεται στεριάς και του πελάγου.
Ο Καραϊσκάκης της στεριάς κ' Υδραίοι του πελάγου. Μήτε μιντάτι έφτασε μήτε βοήθεια φτάνει,
και οι κλεισμένοι ξώρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια, κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν. Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους,
και λίγοι ξεγλυτώσανε πλέοντας μες στο αίμα.
4. ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ (Α')
Σαν πας πουλί μου στη Φραγκιά, σαν πας στην 'Αγια-Μαύρα χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη
πες του να κάτσει φρόνιμα, σιγά, ταπεινωμένα
δεν είναι, ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει
φέτος το πήρε ο γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη-Γκέκας, ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι ο Κατσαντώνης το μάθε και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ' αυτόν το Βέλη-Γκέκα. Όπου θα τά βρει τα παιδιά, ας τά βρει κι ας τα πάρει Κι ο Βέλη-Γκέκας έτρωγε σ' ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν, κ' οι τρεις ξανθομαλλούσες, η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η Τρίτη η καλλίτερη με τ' ασημένιο τάσι.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν κι εκεί που λακριντίζαν, μαύρα μαντάτα του' ρθανε από τον Κατσαντώνη;
--Να βγεις Βελή μου, στ' Αγραφα, να βγεις ν' ανταμωθούτι Κι ο Βελη-Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνει,
στα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.
--Πού είσαι τσαούση γλήγορε, μάσε τα παλικάρια
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη.
Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του' χε.
Κι ο Βελη-Γκέκας πάει μπροστά με έξι-εφτά νομάτους. --Πού πας, Βελή, ντερβέναγα, ριτσάλι του Βεζίρη;
--Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα παλιοκλέφτη.
--Δεν ειν' εδώ τα Γιάννινα δεν ειν' εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια, εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν. Τρεις μπαταριές του ρίξανε, τη μια μεριά στην άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα η άλλη στο κεφάλι,
κ' η Τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, ταχείλη του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, τα παλικάρια κράζει; --Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα πάρ' τ' άρματά μου να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης.
Β'
--Αντώνη μου, τι σκέφτεσαι, τι 'σαι συλλογισμένος; --Παιδιά μου, μη με βιάζετε και θα σας μολογήσω.
Εψές μου' ρθαν τα γράμματα ν' από το Γέρο-Δήμο. Απ' όξω λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα, μου πήραν τη γυναίκα μου, το μοναχό παιδί μου,
ο Βελή Γκέκας το σκυλί, ο άπιστος ο σκύλος. Πού' σαι, Γιωργάκη μ' αδερφέ, κι εσύ, Γερο-Βασίλη, μου πήραν τη γυναίκα μου, το μοναχό παιδί μου. Πιάσε και φκιάσε γράμματα σ' αυτόν το Γερο-Δήμο, και πες τ' «Αντώνης έρχεται»...
Γ'
Βαστάτε ,Τούρκοι, τ' άλογα, λίγου να ξανασάνω
να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,
να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες. Και σεις Τζουμέρκα κι Αγραφα παλικαριών λημέρια, εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε,
τους Τούρκους πως πολέμαγα κι πάντα τους νικούσα. Ν' αφήσω διάτα στα παιδιά, σ' αυτόν το Λεπενιώτη, φωτιά να βάλλει στ' Αγραφα, σ' αυτό το Μοναστήρι, να κάψει τον καλόγηρο που πρόδωσε εμένα.
Δ '
Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες
και σεις Τζουμέρκα κι Αγραφα, παλικαριών λημέρια. Αν δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και το γιο μου, πέστε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά και απάτη. Αρρωστημένο μ' ήβρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα, σαν το μικρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.
5. ΤΟΥ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ
Avτάριασαν νε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι.
Κι οι κλέφτες το καρτέρεσαν και το συχνορωτάνε.
--Πες μας, πες μας αστέρι μου κι ένα καλό χαμπέρι.
--Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω;
Το Λεπενιώτη βάρεσαν μες το δεξί το χέρι.
Δεν μπόρ' να βγάλει το σπαθί, ν' αδειάσει το τουφέκι. Ψιλή φωνίτσα έσυρε, όσο καν εδυνόταν.
--Το πού "σαι Τσόγκα μ' αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη, γυρίστε να με πάρετε, πάρτε μου το κεφάλι,
να μην τα πάρει η Τουρκιά κι αυτός ο Νακοθέας.
Β'
Τάξτε, παιδιά μου, τάματα σ' όλα τα μοναστήρια
χiλια φλωριά έχω στον Μπουρσό και χiλια στην Τατάρνα. Στον Αγιο Δημήτριο πούνε στη Βαρετάδα
έχω μια πέρδικα χρυσή κι ένα ασημένιο τάσι,
να γιάνει το χεράκι μου και το δεξί το πόδι.
6. ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ
[Ανδρέας Ανδρίτσος ή Ανδρούτσος 1740-1797]
--Ανδρούτσο μ' πού ξεχείμασες το φετινό χειμώνα που' ταν τα χιόνια τα πoλλά. και τα βαριά χαλάζια; --Στην Πρέβεζα ξεχείμασα στ' αμπάρια απ' τα καράβια. --Ανδρούτσο μ' δεν φοβόσουνα σ' αυτόν εκεί τον τόπο; --Είχα συντρόφους διαλεχτούς, όλο Ξηρομερίτες πούχουνε μπέσα στην καρδιά και στην ψυχή χρυσάφι.
Β'
Τ' Αντρούτσ' η μάνα χαίρεται, τ' Αντρούτσου καμαρώνει, οπού' χει γιους αρματολούς και γιους καπεταναίους. --Αντρούτσου μ' , πού ξεχείμασες το φετινό χειμώνα
που ήταν τα χιόνια τα βαριά και τα πoλλά. χαλάζια; --Στην Πρέβεζα ξεχείμασα, στα φράγκικα καράβια,
κι είχα συντρόφους διαλεχτούς, ούλο καπεταναίους, Είχα το Μάρκο Μπότσαρη, το Λάμπρο τον Κατσώνη, είχα και δυο βλαχόπουλα, τα πρώτα παλικάρια.
7. ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΥ
(ο Σκυλοδήμος ανήκε σε αρματολική οικογένεια της Ακαρνανίας.)
.Ξύπνα πουλάκι μ' την αυγή κι ανέβα στο κλαράκι
και τίναξ' τις φτερούγες σου να πέσουν οι δροσούλες, λάλει, πουλάκι μ' την αυγή, καθώς λαλούν και τάλλα, τ' είναι σημάδι των κλεφτών, κακό και για τους κλέφτες.
Δουλειά δεν έχ' η κλεφτουριά κι αυτός ο Σκυλοδήμος εδείπνα κι ετραγούδαγε στα έλατ' από κάτω
με την Ειρήνη στο πλευρό, με την παπαδοπούλα.
--Κέρνα μ' Ειρήνη μ', κέρνα με ,κέρνα μ' όσο να φέξει και το πουρνό σε προβοδώ με δέκα παλικάρια.
--Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κερνάω,
εγώ είμαι κόρη προεστού κι από τους Παπαδαίους.
Αυτού προς τα χαράματα φάνηκαν δυο διαβάτες.
--Δήμο μου, καλημέρα σου.
--Καλώς τους τους διαβάτες.
--Διαβάτες που το ξέρετε πως ει' ο Σκυλοδήμος; --Φέρνουμε χαιρετίσματα από τον αδερφό σου,
στα Γιάννινα τον είδαμε, στη φυλακή κλεισμένο,
κ' είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπες στα ποδάρια,
Κι ο Δήμος μόλις τάκουσε άρπαξε το τουφέκι
και κλαίγοντας ξεκίνησε στα Γιάννινα να πάγει,
--Πού πας, πού τρέχεις , μπρ' αδερφέ, που τρέχεις καπετάνιε; Ο αδερφός σου είμ' εγώ κι έλα να φιληθoύμε
τα σίδερα πριόνισα και ρίχτηκα στη λίμνη
δυο μερovύχτια στάθηκα κρυμμένος στα καλάμια
κι αντιπροψές με πέρασαν νησιώτες στην Καστρίτσα,
8. ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
Θρήνος μεγάλος γένεται μέσα στο Μεσολόγγι
το Μάρκο παν στην εκκλησιά το Μάρκο παν στον τάφο
'ξήντα παπάδες παν μπροστά και δέκα δεσποτάδες
κι από μεργιά Σουλιώτισσες τόνε μοιργιολογάνε
κι ο γερο-Νότης κάθονταν στου Μάρκου το κεφάλι κι όλο του Μάρκου ν' έλεγε κι όλο του Μάρκου λέει; --Για σήκω απάνω Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
Κι αν' ο Βάλτος επροσκύνησε κι όλο το Ξηρομέρι
το Μεσολόγγι απόμεινε δε θε να προσκυνήσει
στεριάς το δέρνει ο Κιουταχής κι Αράπης του πελάγου πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης
Κι ο Μάρκος αποκρίθηκε μ' όσο κι αν η μπορούσε;
--Δε μπορ' ο μαύρος να σταθώ, να σηκωθώ να κάτσω γιατ' έχω βόλι στην καρδιά.
Γ. ΤΣΟΓΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ (1821)
Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλον τον κόσμο ήλιος, και στο Βραχώρι το πικρό μαύρος καπνός κι αντάρα.
Καπεταναίοι το 'καιγαν, Τσόγκας κι Αλεξάκης.
Μια Μπεγιοπούλα φώναξε από ψηλό σαράγι.
--Τι κάνετε, μπρε Χριστιανοί! Δεν είστε βαφτισμένοι; Εμείς αντάμα ζήσαμε, τρανέψαμε αντάμα,
γιατί τώρα μας καίγετε, μας χύνετε το αίμα! Τέτοια παράπονα πικρά τις φλόγες δεν τις σβήνουν, τα γυναικόπαιδα έπεσαν στων ανταρτών τα χέρια.
9. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας. Μόν' καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
ν' ανοίξ' ο γαύρος κι γιοξιά, να πιάσουν τα λημέρια, να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το τουφέκι
να βγω στης Γούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λιμέρια, για να σφυρίξω κλέφτικα το γω κατακαημένα,
να μάσω τα μπουλούκια μου ,που είναι σκορπισμένα
10. ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ
Ένα πουλί αναστέναξε μες στον Αγιο-Νικόλα,
κι μαραθήκαν τα κλαδιά, όλα τα περιβόλια.
Στους κάμπους οπ' ακούστηκε, μαράθηκαν τα χόρτα.
Τ' άκουσαν και δυο Έλληνες, δυο Ανατολικιώτες.
-- Τ' έχεις πουλάκι μου και κλαις στον ήλιο και μαδιέσαι; --Αντί πρoχτές εδιάβαινα από το Καρπενήσι.
Ήκουσα να συνομιλούν στου Σκόντρα το τσαντίρι,
κι λέγανε στο σύμβουλι το κάτω το χαμπέρι.
Ο Μάρκος εσκοτώθηκεν, μα έσφαξε Χιλίους,
Ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνει,
ευθύς τον άτι ζήτησε, να το καβαλικέψει.
--Αιντε να πάμε ασκέρι μου στο έρημο Βραχώρι. Εβγήκαν και ξεπέζεψαν μες στης Γουριάς τον κάμπο, εστήσαν τα τσαντίρια των, εδέσαν τ ' άλογά των,
κι ήρθανε, για να πολεμούν τους Ανατολικιώτες, Σκοτώθει κι ένας μπιμπασής, ο πρώτος σερασκέρης.
Κι ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνει,
τον Τσέλαδι-μπέη έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει,
να δώσει λόγο στο Μωριά, στης Πάτρας το καστέλι,
να βγάλουν τόπια τρομερά και μπόμπες τρομασμένες,
να πάρουν τ' Ανατολικό κι αυτό το Μεσολόγγι.
Ομέρ πασάς εφώναξε από τον Αι Θανάση.
-- Τι λες αυτού μπρε Σκόντρα μου και συ παλιοχαίντούτη;
Εδώ δεν ειν' το Βίδινι ουδέ το σερασκέρι,
εδώ το 'λέγoυν Κάρελι, έχει καπεταναίους,
είν' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Τσόγκας από πέρα, είναι κι ο Κώστας Μπότσαρης ο αδερφός του Μάρκου, όταν εβγάλουν το σπαθί σηκώσουν το τουφέκι, μπροστά Τούρκος δε φαίνεται.
11. Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ
Α'
Χρυσός αϊτός τριγύριζε όξ' απ το Μισολόγγι,
ρωτά στην τάπια του Μακρή ,στην τάπια του Δεσπότη, --Μην είδατε το Λιακατά τον καπετάν Γρηγόρη;
--Σύρε πουλί μ' στ' Αντελικό και κοίταξε τριγύρου,
κι αγνάντεψε προς το Ντολμά, κι αντίκρυ από τον Πόρο, εκεί να δεις άσπρα κορμιά και κόκαλα στον άμμο,
κι αν ημπορέσεις διάλεξε τον καπετάν Γρηγόρη,.
Β'
Τρεις σταυραετοί ροβόλαγαν-Γρηγόρη Λιακατά
απ' τα' Αγραφα σταλμένοι.
Ό ένας πάει στ' Αντελικό, κι άλλος στο Βασιλάδι,
ο τρίτος ο καλλίτερος, πάει στο Μεσολόγγι.
Όλες τις ντάπιες γύρισε, κι όλα τα μετερίζια
κι αποσταμένος στάθηκε στου Μπότσαρη την τάπια. Σαν το 'δε ο Τσόγκας στέκεται και το γλυκορωτάει. -- Τ' έχεις πουλί περήφανο και στέκεις λουφιασμένο; --Δυο μέρες τώρα περπατώ, το Λιακατά για να 'βρω και μου' πανε πως βρίσκεται, σε τούτο κάστρο μέσα. --Δεν είν' εδώ, πουλάκι μου, δεν είν' εδώ, πουλί μου, εψές, προψές μας ήρθανε, τα θλιβερά μαντάτα.
Γ' (1825)
Με γέλασε η χαραυγή, με γέλασε η πούλια,
κι επήγα απάνου στο βουνό ψηλά στο κορφοβούνι,
κι εκεί άκουσα μια πέρδικα, που γλυκοκελαηδούσε,
κι εκαταριώνταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα. --Εσείς βουνά του κερατά, βουνά τ' Ασπροποτάμου, την κλεφτουριά τι εκάματε, τον καπετάν Γρηγόρη;
--ο Νικολός τον γέλασε, ο Νικολός Στουρνάρης. Αιντε, Γληγόρ', να φύγουμε, στο Μεσολόγγι ας πάμε, να γίνουμε χιλίαρχοι και να μας κάνουν πρώτους.
Ο Μήτρος έγραψε γραφή κι έστειλε του Γληγόρη: --Γληγόρη, τι ζουρλάθηκες, σου πήρ' ο Θιος τη γνώση,
κι αφήκες τα λημέρια μας, το πατρικό σου σπίτι;
-- Τι να σου κάνω, μπρε αδερφέ, τι να σου κάμω, Μήτρο, βόλι πικρό μου βάρεσε το δέξιο μου το μάτι,
κι αν κάμει ο Θιός κι γιατρευτώ κι η Παναγιά να γιάνω θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Δ
Με γέλασε ο Αυγερινός, με γέλασε η πούλια,
κι εβγήκ' απάνου στο βουνό προτού να καλοφέξει, εκεί σε πέτρ' ακούμπησα να πάρ' ολίγον ύπνο,
κι εκεί άκουσα τρεις πέρδικες, οπού εκελαηδούσαν,
κι εκαταριώνταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα. --Εσείς, βουνά του κερατά, βουνά τ' Ασπροποτάμου, τους κλέφτες τι τους κάνατε, τον καπετάν Γληγόρη; --Αυτός πήγε κι κλείσθηκε στο δόλιο Μεσολόγγι.
Μας είπαν πως λαβώθηκε στο δεξιό το μάτι,
και λέν' πως δε θα ξαναρθεί, δε θα τον ξαναδούμε. Για κλάψτε δέντρα και κλαριά και σεις, κοντοραχούλες, και σεις, βουνά κλεφτοβουνά, με τις κρυοβρυσούλες, τι εχάσατε την κλεφτουριά, τον καπετάν Γληγόρη.
Ε '(1826)
Εψές κατά το δειλινό, εψές κατά το βράδυ,
τρεις λυγερές το λέγανε κι επικροτραγουδούσαν.
Η μια ήταν η Στουρνάραινα, του Μάρκου Μπότσαρ' η άλλη κι η τρίτην η μικρότερη του καπετάν Γληγόρη.
Εκεί που μοιρολόγαε κι ομορφοτραγουδούσε,
πουλάκι επήγε κι έκατσε εκεί στα γόνατά της.
--Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κάνα καλό χαμπέρι.
-- Τι να σου ειπώ, κυρούλα μου, τι να σου μολογήσω;
Εψές προψές που διάβαινα στο έρμο Μεσολόγγι,
άκουσα πως βαρέθηκε ο καπετάν Γληγόρης.
Τον κλαιν τα δέντρα, τα κλαριά, τον κλαιν κι οι κρύες βρύσες. Τον κλαιν και στα Κούτσανα οι καπετανοπούλες.
ΣΤ (1826)
Ψηλά απ' τον Ασπροπόταμο πετάει στο Μεσολόγγι, γεράκι με δυο γράμματα από τους Λιακαταίους. Γυρίζ' εδώ, γυρίζ' εκεί, γυρίζ' όλη τη χώρα.
--Μην είδατε το Λιακατά, τον καπετάν Γληγόρη; --Πουλί μ', αυτός δεν είν' εδώ, εδώ μην τον γυρεύεις, πέτα προς τα' Ανατολικό και πέρασε στον Πόρο,
κι εκεί θα βρεις πολλά κορμιά σφαγμένα, σκοτωμένα, κι όποιο να ιδείς λεβέντικο και ξανθομουστακάτο, εκείνο είναι το κορμί του καπετάν Γληγόρ
ΤΟΥ θΟΔΩΡΑΚΗ ΓΡΙΒΑ (όπως ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος)
Τι είν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη,
στη μέση στο Ξηρόμερο, στην Κατοχή στη χώρα;
Το δράκο Γρίβα κλείσανε, πέντ' έξι β1λαέτια.
Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Τσόγκας απ' το Βάλτο κι ο Πεσιλής απ' τ' Αγραφα κι ο καπετάν Σουλιώτης. 'Κι ο Βλαχοτσόγκας φώναξε, σ' όλη την παρέα
--Βάλτε φωτιά και κάψετε του Γουλιμή τα σπίτια.
Ο Γρίβας τότε φώναξε 'πό μέσα από την κούλια.
-- Τι λες αυτού παλιόβλαχε, μωρέ παλιογουρνάρη;
Μη λες πως είναι πρόβατα, μη λες πως είναι γίδια;
Εμέ με λένε Θοδωρή, με λένε Θοδωράκη.
Έβγα με δέκα τέσσερους κι εγώ με τον Αράπη.
Και θα σε κάψω ζωντανό με το πολύ τ' ασκέρι.
Και στη φωτιά τον βάλανε από το μεσημέρι,
κι ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι βγήκε,
κι ο καθαρός αυγερινός πάει να βασιλέψει.
ΕΤΕΡΟ
Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
μας ήρθε κι ο χεινόπωρος πικρός φαρμακωμέvος.
Μας ήρθε ο Φράγκος βασιλιάς, μας ήρθε Βαυαρέζος. Παίρνει και γράφει διαταγές σ' όλα τα β1λαέτια, γράφει και μια ξεχωριστή' του Θοδωράκη Γρίβα. --Γρίβα μ', σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλει ο Βαυαρέζος. -- Το τι με θέλει ο κερατάς, το τι με θέλει ο Φράγκος; Εάν με θέλει για καλό, να πάω με τ' άλογό μου,
κι αν με θέλει για κακό, να πάρω τ' άρματά μου. Σαν κίνησε να πάγαινε, σαν κίνησε να πάει,
σαν αστακό ς λυγιότανε, σαν κυπαρίσσι σειέται.
--Γεια σου, χαρά σου βασιλιά.
--Καλώς το Γρίβα που 'ρθε. --Γρίβα μου, τι παλάβωσες κι έχασες το μυαλό σου; Θα σε τιμωρήσω αυστηρά, για να ησυχάσω.
12. ΤΡΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν να παν στο Μισολόγγι. Ήρθ' ο Μακρής απ' το Ζυγό κι ο Ίσκος απ' το Βάλτο, ήρθε κι ο Μάρκο Μπότσαρης από τη Λακασούλη απόφαση να πάρουνε.
13. Ο ΑΡΗΦΑΓΑΣ
Στις δεκαπέντε του Μαγιού π' ανθίζει το λουλούδι,
γι' αφουγκραστείτε να σας πω τ' Αρήφαγα τραγούδι.
α Αρήφαγας ήταν παιδί, ήταν και παλικάρι,
μ' όλους τους Τούρκους τα 'βαζε στη μέση στο παζάρι. Σήμερα βάλανε βουλή τριακόσιοι γενιτσάροι,
να πιάσουν τον Αρηφαγά, της Κρήτης το λιοντάρι.
Κι η μάνα του σαν τ 'άκουσε πολύ της κακοφάνει, χωρίς μαντίλι, φερετζέ και στο Βεζίρη πάει.
--Αφέντη μου Βεζίρη μου, το γιο μου μη χαλάσεις,
κι όλο βενετικά φλουριά να μου τόνε ζυγιάσεις,
--Σύρε, μανούλα μ' , στο καλό μη σε γελάν οι Τούρκοι, ο γιος σου δε χαρίζεται ούτε και πίσω' ρχέται.
14. Η ΛΑΦΙΝΑ
Κλάψε με, μάνα μ', κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι και την αυγούλα με δροσιά ώσπου να δύσει ο ήλιος, να βγουν τα 'λάφια στις βοσκές κι όλες οι λαφίνες. Και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τα' άλλες, όλο τ' απόσκια περπατεί και τα ζερβά γυρίζει
κι όπ' έβρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Κι ο ήλιος την αγνάvτεψε από ξερό κλαράκι: --Μωρή λαφίνα, ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα, μόνο τ' απόσκια περπατάς κι αντίζερβα κοιμάσαι; --Εγώ 'λεΊα ηλάκι μου, πως δε θα με ρωτήσεις,
μα τώρα που με ρώτησες, να σου τ' ομολογήσω. Το ντέρτι μου, το πάθι μου, κανείς να μην το πάθει, μηδέ Τούρκος μηδέ Ρωμιός μηδέ καραβοκύρης. Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφα χωρίς μοσχάρι
κι αυτού στους δεκατέσσερους βγήκα με το μοσχάρι. Για μένα βγήκε ο κυνηγός με το πικρό τουφέκι,
κι έριξε και μου σκότωσε το μοναχό μοσχάρι.
Κι εγώ τα' απόσκια περπατώ, αντίζερβα κοιμούμαι κι αν εύρο γάργαρο νερό, θολώνω και το πίνω. Ανάθεμά σε κυνηγέ και συ και τα καλά σου,
συ έκανες κι ορφάνεψα από παιδί κι απ' άντρα.
15. ΤΟΥ ΔΡΟΣΟΥ
Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα, παράξενο, μεγάλο,
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
Η Λιάκουρα της Λιβαδειάς κι η Γκιόνα των Σαλώνων
και τα Βαρδούσια τα ψηλά, πόχουν τις καταβόθρες. Κατάστρεψαν την κλεφτουριά, τους δόλιους Ανδρουτσαίους, το Δρόσο τον περήφανο, τον πολυξακουσμένο
πόχει τις πέντε αδερφές, τις πολυξακουσμένες.
Η μια τον κλαίει την αυγή κι άλλη το μεσημέρι
κοντά το γλυκοχάραμα, τον κλαιν, κι οι πέντε αντάμα.
16. ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ Η ΜΑΝΑ
Του Κίτσιου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι, με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
--Ποτάμι μ', για λιγόστεψε, ποτάμι μ' , γύρνα πίσω, για να περάσω αντiπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια, πόχουν οι κλέφτες σύναξη, κι όλοι οι καπεταναίοι πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα, πόχουν κι ένα γλυκό κρασί, οπού γλεντούν και πίνουν. Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν. Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα. Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει;
--Κίτσο, που είναι τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια; --Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου μόν' κλαις τα ' ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια.
17. ΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω.
Κι εγώ τους λέω-δε μπορώ - κι αυτή μου λέει -τραγούδα για πάρτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε μου παλιό κρασί, να πιω για να μεθύσω,
να ειπώ τραγούδια θλιβερά, τραγούδια των κλεφτώνε.
18. Ο ΓΙΑΝΝΟΣ
Για σήκω απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριά κοιμάσαι, βρέχει ο Θεός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις.
Θα σου βραχούνε τα' άρματα και τα χρυσά κουμπιά σου και τα' ασημένιο το σπαθί, το πλουμιστό τουφέκι.
19. ΟΙ ΝΤΕΡΤΙΛΗΔΕΣ
Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας. Τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλo ποιος το ξέρει για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλο κόσμο πάμε. Πάλι καλές αντάμωσες, πάλι ν' ανταμωθούμε
στον Αι- Λιά στον πλάτανο, που 'ναι μια κρύα βρύση, πόχουν αρνιά που ψένονται, κριάρια σουβλισμένα, πόχουν κι ένα γλυκό κρασί όπου κερνούν και πίνουν-.
Ή οπούχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι
κι έχουν την Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν κι ο καπετάνιος τους μιλάει κι ο καπετάνιος λέει:
--Για φάτε πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε
τούτο το χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος τον ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλον κόσμο πάμε.
20. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ - ΤΣΕΛΙΟΥ
Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,
πικρά λαλεί μια πέρδικα μέσ' από τη φωλιά της. --Βουνά μου, τ' Ασπροπόταμου, βουνά του Ξηρομέρου, τα χιόνια να μην λιώσετε, ώσπου ναρθούν και τ' άλλα, γιατί ειν' ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει. Τον κλαίει η μέρα κι αυγή κι όλα τα παλικάρια
και τους γιατρούς εκκάλεσε να τον επισκεφτούνε.
Και 'νας γιατρός βασιλικός, που τον γιατροκομούσε, με ραγισμένη τη μιλιά, βαρύθυμα του κρένει:
--Τσέλιο μ', δεν είσαι για ζωή, για τον απάνω κόσμο, παρά είσαι για τη μαύρη γης, τ' αραχνιασμένο χώμα.
21. Ο ΓΕΡΟ-ΔΗΜΟΣ
Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνους κλέφτης,
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου, βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει.
Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει κι αν ξεφυτρώσει πλάτανο ς στον ίσκιο του από κάτω, θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα' άρματα να κρεμάνε, να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε.
Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
22. ΣΤΗ ΜΕΣΗΣ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ
Στη μέση στα Καλάβρυτα, στον πλάτανο από κάτω, καθόντανε τρεις γέροντες και τρεις καπεταναίοι. Ζαΐμης και Πετιμεζάς και ο Κολοκοτρώνης, συμβούλιο εκάνανε να κάψουνε την Πάτρα. Ζαΐμης δεν υπέγραφε, Πετιμεζάς του λέει --Υπόγραψε, Ζαΐμη μου.
23. Ο ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ
Ανάρια ανάρια τα 'ριχναν οι κλέφτες τα τουφέκια,
γιατί είν' οι μαύροι λιγοστοί, γιατ' είν' οι μαύροι λίγοι, καν δεκαεφτά καν δεκαοχrώ καν είκοσι νομάτοι.
Κι ουδέ κι ο Γιώργος είν' εδώ, πήγε στο μοναστήρι, Εκεί βαφτίζ' ένα παιδί, νάχει κι αυτός κουμπάρο,
να κάμ' ο μαύρος γύρισμα και φίλο να γυρίζει.
Τα παλικάρια τ' απ' εδώ φώναξαν κι απ' εκείθε: --Αφσε, Γιωργάκη μ', το παιδί κι άρπαξε το τουφέκι,
η παγανιά μας πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα. --Βαστάτ', ο Γιώργης φώναξε, με το σπαθί στο χέρι, τον τόπο πιάστε δυνατά, πιάστε τα μετερίζια.
Κι αν κάμ' ο Θιός κι η Παναγιά να κάμουμε γιουρούσι, Τον Μητσομπόνο ζωντανό, κοιτάξετε να πιάσετε.
24. ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
Τι καπετάνιος είσαι συ, δε ρίχνεις δυο τουφέκια,
να συναχθεί τ' ασκέρι σου, να ιδούμε ποιος μας λείπει; Μας λεiπ' ο Διάκος από χτες και πάει στην Αλαμάνα, οι Τούρκοι μας τον έπιασαν και παν να τον κρεμάσουν. Χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ο Διάκος τους σκυλόβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
25. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρω, τριγύρω γύρω θάλασσα κι από στεριά Αρβανίτες,
κι από μεριά κλεφτόπουλα , με τα σπαθιά στα χέρια Ομπρός να πάω σκιάζομαι, πίσω να πάω φοβάμαι και πάλι πίσω γύρισα στα κλέφτικα λημέρια.
Βρίσκω λημέρια έρημα, χωριά χορταριασμένα,
με πήρε το παράπονο και κάθομαι και κλαίω.
Ψιλή φωνίτσα έσυρα, όσο κι αν ημπορούσα. --Πούστε καημένη συντροφιά, καημένα παλικάρια;
Το τι να γίν' ο Αλεξανδρής κι ο ψυχογιός ο Γιώργος; Ο Γιώργος τότε μ' έκρινε από ψηλή ραχούλα. --Αλεξανδρής δεν είν' εδώ, πήγε στην Ελασσόνα,
κι εγώ με ταλλα τα παιδιά τον πόλεμο κρατούμε.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου