Περίληψη:
Μετά την αποτυχία της μάχης του Πέτα καλοκαίρι 1822, η επανάσταση στη δυτική Στερεά πνέει τα λοίσθια, οι περισσότεροι "καπεταναραίοι" πάνε να τα βρούνε με τους Τούρκους να κρατήσουν τα αρματολίκια τους με φωτεινές εξαιρέσεις το Μάρκο Μπότσαρη, Δημ. Μακρή και άλλους που κλείνονται με λίγους άνδρες τους στο Μεσολόγγι τελευταίο καταφύγιό τους... όμως χρειάζονται βοήθεια για να κρατήσουν τα άθλια τείχη που είχε τότε απέναντι στο ενωμένο στράτευμα Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή που τους πολιορκούσε. Εδιωξαν τα γυναικόπαιδα της πόλης στη Ζάκυνθο και προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο περιμένοντας βοήθεια. Η Κυβέρνηση κάλεσε τους άλλους μεγαλοκαπεταναραίους της Πελοποννήσου να πάνε για ενίσχυση αλλά και αυτοί κωλυσιεργούσαν με διάφορες δικαιολογίες και προσχήματα. Τελικά πήγαν και κλείστηκαν στο Μεσολόγγι κάποιοι από τους άρχοντες/κοτζαμπάσηδες της Πελ/νησου και τελικά το έσωσαν. Τρεις αδερφοί Δεληγιανναίοι, ο γέροντας Πέτρος Μαυρομιχάλης και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Τα υπόλοιπα από τα Απομνημονεύματα του Κανέλου Δεληγιάννη...
ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται τα τείχη του Μεσολογγίου
Φθάσαντες, ως είρηται, εις τον Ριόλον και άνταμωθέντες μετά του Ζαΐμη καί Μαυρομιχάλη έφθασαν συγχρόνως και Πυργιώται καί Γαστουναίοι υπάρχοντες ε'ις την έδικήν όδηγίαν καί άπήλθομεν την έπιούσαν εις του Πάπα, θέσιν παράλιον τών Μαύρων Βουνών, όπου μας περιέμενον τά πλοία. Ενεκρίθη δέ νά έμβουν πρώτοι ό Ζαΐμης, ό Μαυρομιχάλης καί ό Νικολάκης Δεληγιάννης, εγώ δε καί ό αδελφός μου Δημητράκης νά μείνωμεν εξω διά νά μην υποπτευθούν οί στρατιώται δτι θά τους άπατήσωμεν, καί ούτως έμβαρκάροντο εις τάς λέμβους καί υπήγαινον εις τά πλοία. Άλλά καταλαβούσης της νυκτός καί του σκότους πολλοί έξ αυτών άποδειλιάσαντες έκρύβησαν εις τό δάσος, καί έως τό μεσονύκτιον δεν ήδυνήθημεν νά τους εύρωμεν καί άπελπισθέντες άπεφασίμεν καί έμεινεν ό αδελφός μου Δημητράκης έξω νά δυνηθή την επαύριον νά συνάξη έν μέρος έξ αυτών. Άφήσαμεν το πλοιάριον υπό τάς διαταγάς του νά τό στείλη είς τό Βασιλάδι νά μας ειδοποίηση νά επιστρέψουν δύο ή τρία πλοία νά φέρουν είς τό Μισολόγγι, άλλά τό πρωΐ δεν εύρε μήτε τους εδικούς μας μήτε άπό του Ζαΐμη, καί Πυργιωτογαστοναίων παρά μόνον δέκα καν 15 οικείους του καί μας έγραψαν δτι αναγκάζεται με λύπην του νά έπιστρέψη είς τήν έπαρχία μας νά στρατολόγηση καί, αν δυνηθή νά συνάξη πολλούς έρχεται μ' αυτούς ό ίδιος. Όχι καί δεν δυνηθή νά τό κατορθώση, θέλει στείλει ενα καπετάνιον μας μ' δσους συνάξη καθώς καί ήκολούθησε καί εστειλεν ένα καπετάνιον μας μ επίλεκτους στρατιώτας. Ήμείς δέ την έπιούσαν 11 Νοεμβρίου έφθάσαμεν άπαντες είς τό Μισολόγγι.
΄Αμα έξεκίνησαν άπό τήν Αρταν οί άνω είρημένοι 7 Βεζυράδες κατά της Δυτικής Ελλάδος καί προτού φθάσουν είς τό Μισολόγγι νά τό αποκλείσουν, νομίσαντες ο τε Μάρκος Βότσαρης, ό Μακρής καί ό Τσιόγκας, δτι άφού έλθουν οι Τούρκοι εις τα ελληνικά δρια θά εύρουν άντίστασιν και άντικρουσιν τινά από τους καπεταναραίους, καθώς τους ύπόσχοντο, έσύναξαν και αυτοί δύο σχεδόν χιλιάδας στρατιώτας καί κατέλαβον την θέσιν του Αιτωλικού καί τό άντί περαν Κεφαλόβρυσον, έλπίζοντες δτι οι εχθροί δεν ήθελον δυνηθή τόσον ταχέως καί ευκόλως νά φθάσουν έκεί. Έγραψαν λοιπόν του Ζαΐμη καί του Λόντου νά ύπάγη εις εξ αυτών μέ χιλίους στρατιώτας εις την έπαρχίαν του Ζυγού, νά συνάξουν καί τους έκεί, νά δώσουν ενα άντιπε ρισπασμόν είς τά σχέδια του έχθρού καί είς πάσαν περίστασιν νά συνυπακούωνται.
Ενεκρίθη λοιπόν καί αμέσως άνεχώρησεν ό Λόντος μέ 300 εδικούς του καί 400 του Ζαΐμη καί έφθασε μετά επτά ημέρας είς τον Ζυγόν, είς τήν θέσιν Συκιάν καί Μπουτίνου, αλλά δεν ηθέλησε κανένας έκ τών μεγάλων καπεταναραίων νά τον άκολουθήση καθότι είχον βαλμένον καπάκι (ώς έλεγον)· μ' άλλους λόγους ήτον προσκυνημένοι είς τούς Τούρκους καί ήτον έτοιμοι νά συνε κστρατεύσουν μέ αυτούς κατά του Μισολογγίου, καθώς καί ήκολούθησαν. Μόνον ολίγοι στρατιώται του Μακρή ευρεθέντες έκεί έσύναξαν καί τινας χωρικούς καί έγιναν έως 300 οίτινες ένωθέντες μετά του Λόντου ύπήγον καί έκτύπησαν τον άνεψιόν του Όμέρ πασα Βριώνη κατάσκηνωμένον καί όχυρωμένον όντα μέ χιλίους είς τήν Γαβαλούν, συνάζοντα τροφάς καί κρατών τούς κατοίκους είς ύποταγήν, καί μή δυνηθέντες νά τον βλάψουν, διότι όλαι αύται οι έπαρχίαι ήτον προσκυνημέναι, καί αποτυχών καί ό Λόντος καί διακινδυνεύσας ύπέστρεψεν εις τήν Βοστίτσαν κατά τάς αρχάς τοΰ Δεκεμβρίου καί είς τάς 16 καν 17 ιδίου ήλθε καί αυτός είς τό Μισολόγγι.
Ευρισκόμενοι, ώς ερηται, ό Βότσαρης, ό Μακρής καί ό Τσιόγκας καί τίνες άλλοι είς τά άκρα της Ακαρνανίας καί μή δυνάμενοι νά άνθέξουν είς τήν πληθύν τών Τούρκων, άπεφάσισαν και άπεσύρθησαν εις τό Αιτωλικόν να βασταχθούν καν εκεί, μή πιστεύοντες δτι ήτον δυνατόν νά συνοδεύσουν δλοι οπλαρχηγοί Έλληνες τους Τούρκους νά τους φέρουν εις το Μισολόγγι και νά συμπολεμήσουν μέ αυτούς κατά τα αδελφών τους. Ειδοποιούνται μ' δλα ταύτα μέ έκπληξίν τους δτι οί Τούρκοι διαπεράσαντες τον Άχελώον ποταμόν έφθασαν εις τό Άγρίνιον και διευθύνοντο διά τό Μισολόγγι. Ώχυρώθηκαν αμέσως είς τά αναγκαία μέρη, αλλά φθάσαντες έκε οί εχθροί και συμπλακέντες τους άντέκρουσαν καρτερικώς και μετά δίωρον άντίστασιν μή δυνηθέντες νά άνθέξουν, είς προς δέκα, ύπεχώρησαν πολεμούντες μέ πολλήν βλάβην των κα διεσκορπίσθησαν οί μεν είς τά δρη, οί δέ εις τό Αιτωλικόν με μεγάλον κίνδυνον, και εκείθεν διά της λίμνης είς τό Μισολόγγι, δπου την επαύριον 23 Όκτωβρίου έφθασαν και οί πασιάδες και τους έπολιόρκησαν.
Έφονεύθηκαν είς έκείνην τήν μάχην περίπου των εξήντα στρατιωτών τού Μακρή καί άλλοι τόσοι ίσως τού Μάρκου, τού Τσιόγκα καί τού Γεώργη Κίτσιου, καί υπέρ τους εκατόν άπό τούς εχθρούς.
Είς δέ τό Μισολόγγι έπολιορκήθηκαν οί εξής, τούς οποίους εύρομεν ημείς δταν έφθάσαμεν εκεί: ό Βότσαρης μέ τον Γεώργην Κίτσιον καί μέ τον Μαυροκορδάτον 86, ό Μακρής 72, ό Δημο τσέλιος 54, οί αδελφοί Γριβαΐοι 22, ό Τσιόγκας έμβάς είς τάς 3 Νοεμβρίου 188, Μισολογγίται καί Αίτωλικιώται (εκτός τής φρουράς τού Αιτωλικού) 284. Το όλον Ρουμελιώται καταμετρημένοι 705. Είσήλθομεν καί ήμείς τήν 11 Νοεμβρίου καταμετρημένοι Πελοποννήσιοι: ό Κανέλλος και Νικολάκης Δεληγιάννηδες 646, ό Ζαΐμης εδικούς του 363, του Λόντου δύο καπεταναίοι οίτινες ήκολούθησαν τον Ζα'ί'μην 164 ό Πέτρος Μήτσιος Πυργιώτης καί ό Γιάννης Διάκος 146, ό Τσεκούρας από του Καλίτσα καί ό Ανδρέας Άλουποχωρίτης από την Γαστούνην καπεταναίοι ανεξάρτητοι άπό τον Σισίνην 137. Οί ρηθέντες καπεταναίοι του Πύργου και Γαστούνης Πέτρος Μήτσιος και Γιάννης Διάκος, ό Τσεκούρας και Ανδρέας Άλουποχωρίτης ήτον υπό τήν όδηγίαν μου καί υπό τάς αμέσους διαταγάς μου καί εν σώμα άδιαίρετον άπό τους εδικούς μου στρατιώτας οίτινες μέ ήκολούθησαν καί υπήγομεν μαζί είς τό Μισολόγγι- ό Μαυρο μιχάλης εχων καί τον Σαλαφατίνον Μανιάτας 32, τό όλον Πελοποννήσιοι 1488. Είς τάς 16 καν 17 Δεκεμβρίου ήλθε καί ό Λόντος μέ εδικούς του στρατιώτας 216, δύο καπεταναίοι του Ζαΐμη 162, ενας καπετάνιος τών Δεληγιανναίων 84, τό όλον 462. ‘Ωστε έγιναν τών Δεληγιανναίων δλοι χίλιοι τριάντα (1030), του Ζαΐμη 525, του Λόντου 380, τό δλον τών Πελοποννησίων 1950, καί τέλος δλη ή φρουρά τοΰ Μισολογγίου μετά τάς 17 Δεκεμβρίου ήτον καταμετρημένοι 2656, καί δεν υπήρχον μήτε άπό του Αιτωλικού τήν φρουράν, μήτε τακτικοί, μήτε Επτανήσιοι καθώς έμπαθώς καί ψευδώς αναφέρει ή Χαλιμά του ταρτούφου Σπηλιάδου καί άλλοι τοιούτοι.
Είς τήν κατά του Μισολογγίου έκστρατείαν ήτον διορισμένος άπό τον Σουλτάνον στρατάρχης ό Κιοταχής Ρεσίτ πασιάς. Επειδή δεν είχε πολλήν έμπιστοσύνην είς τον Όμέρ πασιαν Βριώνην ώς 'Αλβανόν καί άληπασιαλήν, καί οί άλλοι τέσσαρες πασιάδες ήτον υπό τήν όδηγίαν τους. Τούτο κατελύπησε τον Όμέρ Βριώνην καί προσέβαλε τήν φιλοτιμίαν του, ώστε ήρχισεν αμέσως νά επιβουλεύεται τον Κιοταχήν καί νά άντενεργή είς δλας τάς πολεμικάς επιχειρήσεις του. Έπιθυμών λοιπόν νά μήν κερδίση ό Κιοτα χής καμμίαν λαμπράν νίκην καί άποκατασταθή Σατράπης της Ηπείρου καί Θεσσαλίας καί υποφέρουν χειρότερα άπό τον 'Αλή πασιάν, έχων δέ καί φίλον πιστόν καί μυστικόν σύμβουλον τον Γεωργάκην Βαρνακιώτην, του ενεπιστεύθη τό μυστήριον τούτο ότι επθυμεί την αποτυχίαν του Κιοταχή εις έκείνην την έκστρατείαν.
Ό Βαρνακιώτης (ό όποίος πολλάκις με έξηγήθη έπειτα, πάντοτε με είλικρίνειαν όλην την άλήθειαν) είπε προς τον Όμέρ πασιάν Βριώνην ότι γίνεται ή επιθυμία του, εάν δώση πίστιν εις τούς λόγους του και άκολουθήση τά σχέδια του. Και αυτός ώρκίσθη, ότι θέλει τά άκολουθήση χωρίς καμμίαν παρατήρησιν, άλλά φθάνει νά επιτύχη, χωρίς νά τό έννοήση ό Κιοταχής. Τον λέγει νά προδιαθέση όλους τους μπέηδες και οπλαρχηγούς της Αλβανίας και της Ηπείρου και νά τούς καταπείση, ότι αν ό Κιοταχής τούς διάταξη νά κάμουν την έφοδον εις τό Μισολόγγι, νά μήν τό δεχθούν, άλλά νά τον απαντήσουν, ότι νά δοκιμάσουν πρώτον την διά συνθήκης παράδοσιν και αν δεν την δεχθούν οί "Ελληνες, τότε αποφασίζουν τον πόλεμον, εί δυνατόν και την έφοδον. Καθότι προβλέπουν μεγάλην αίματοχυσίαν, αν γίνη ή έφοδος, επειδή οί πολιορκούμενοι θά πολεμήσουν άπελπισμένως, ώστε νά μήν μείνη ουδέ εις, και θά φονεύουν χιλιάδες Τούρκοι, νά μείνουν χιλιάδες ορφανά και νά έρημάξουν τόσαι οικογένειαι, και άν τό δεχθή αυτό (τό οποίον δεν θέλει δυνηθή νά τό αποφυγή, καθότι οί Όσουμανλήδες είναι ολίγοι και ανάξιοι διά ρεσάλτον), τότε νά μεταχειρισθής μέσον και όργανον τον "Αγον Μουχουρδάρην ή Βαϊσάρην, ό όποιος εχει στενόν φίλον τον Μάρκον Βότσιαρην, νά ανταμώσουν με αυτόν, νά ομιλήσουν και νά συμφωνήσουν ότι τό Μισολόγγι νά παραδοθή έπ' ονόματι σου και όχι ποτέ εις τον Κιοταχήν, και άν ό Μάρκος προτείνη δυσκολίας, ας τού προτείνη και μίαν ποσότητα χρημάτων και τότε είναι εύκολον νά τό κατορθώση. Άλλά και εις τό "Αγον και εις τούς Μπιμπασάδες νά είπής και νά τούς βεβαίωσης ότι είσαι πληροφορημένος πώς μέσα εις τό Μισολόγγι έχουν πολλάς υπονόμους καμωμένας, και εις τάς οικίας και εις τους προμαχώνας, γεμάτας βαρούτην, και αν κάμωμεν την έφοδον, οί 'Ελληνες ώς άπηλπισμένοι θά βάλουν φωτιάν νά μας γυρίσουν δλους καί θά καταστραφή όλον τό στρατόπεδον. Και αυτό είναι τό μεγαλύτερον επιχείρημα καί ημείς νά έπιτύχωμεν καί ό Κιοταχής νά άποτύχη.
Ή γνώμη αυτή ήρεσεν πολύ τον Όμέρ Βριώνην καί αμέσως την παρεδέχθη ώς την όρθοτέραν καί την έβαλεν εις πλήρη ένέργειαν. Καί αμέσως προδιέθεσε περί τούτων πάντων όλους τούς Μπιμπασιάδες καί μπελουκπασάδες καί τήν έπιούσαν, ότε ό Κιοταχής τούς προσεκάλεσε εις τήν σκηνήν του καί τούς έπρότεινε τά σχέδια της εφόδου, έν μια φωνή απήντησαν άπαντες ότι είναι αδύνατον νά κάμουν έφοδον, νά χαθή τόση Τουρκιά αδίκως καί χωρίς νόημα ενώ αποκαθίσταται εύκολον διά τής στενής πολιορκίας νά παραδοθή διά συνθήκης. Μ' όσους τρόπους προτρεπτικούς καί κολακευτικούς καί έπειτα απειλητικούς μετεχειρίσθη καί αυτός (καί ό Όμέρ Βριώνης προσποιημένως) καί οί άλλοι πασιάδες καί μ' όλας τάς υποσχέσεις, τάς οποίας τούς έκαμεν ό Κιοταχής, έστάθη αδύνατον νά πεισθούν. "Ωστε μή δυνάμενος νά τούς υποχρεώση είς τοιαύτην περίστασιν, ποιήσας τήν ανάγκην φιλοτιμίαν, παρεδέχθη τήν διαπραγμάτευσιν καί τον διορισμόν τοϋ "Αγου Μουχουρδάρη.
Μετά πέντε λοιπόν ημέρας τής πολιορκίας έφώναξε ό "Αγος νά γίνη ανακωχή του πολέμου καί νά έξέλθη ό Βότσαρης νά ομιλήσουν περί συμβιβασμού.
Άκούσαντες δέ τό όποιον έπεθύμουν οί πολιορκούμενοι, απεφάσισαν νά έβγη άφού συνεσκέφθησαν μεταξύ των καί έλαβε τήν γνώμην απάντων τών προκρίτων διά τήν άναβολήν, νά δώσουν μάκρος του καιρού, ημέρας τινάς μεχρισότου λάβουν τήν άπάντησιν από τούς Πελοποννησίους αν πηγαίνουν και πότε φθάνουν, και ούτως εξήλθε και υπό τα δπλα των Ελλήνων έκαμαν την συνέντευξιν. Ό Μάρκος μ'όλον όπού επιθυμούσε τό τοιούτον, έπροσποιήθη άγνοιαν δια να δώσει περισσότερον μάκρος του καιρού' τον λέγει δτι επειδή κα πολλοί εκ των Μισολογγίτων είναι πηγεμένοι δια υποθέσεις των άλλοι εις τήν Πελοπόννησον και άλλοι εις τάς Ιονίους νήσους, νά δοθή 15 ήμερών τουλάχιστον προθεσμίαν δια νά τού γράψουν νά έλθουν εις τάς οικογενείας των νά αποφανθούν και αυτοί ποίοι θέλουν νά μείνουν ώς ραγιάδες, και ποίοι θέ λουν νά αναχωρήσουν και άλλας τοιαύτας προφάσεις του έπρότεινε, και δτι νά άπέλθη ό 'Αγος εις τους Βεζυράδες νο είπή τάς ανωτέρω προτάσεις εις αυτούς, ό δε Μάρκος εις τήν φρουράν του Μισολογγίου, και τήν επαύριον νά ανταμωθούν πάλιν εις τό ίδιον μέρος. Άλλ' έμειναν σύμφωνοι δτι νά εξακολουθή και ό πόλεμος εξ αμφοτέρων των μερών, και oύτως άπεχωρίσθησαν.
Τό τουφέκι δμως και τό κανόνι εξακολουθούσαν ακαταπαύστως και ήμερονυκτίως και οί Τούρκοι έπροχωρούσαν μέχρι βολής πιστολιού... Εις τό Μισολόγγι δμως είχον κάμει προ πολλού κανονοστάσια και έθεσαν εις τα αναγκαιότερα μέρη από δύο και τρία κανόνια, τό δλον των κανονιών ήτον δεκαέξ (16). Είχον δε και αρκετά πολεμοεφόδια προβλέψει καί έπυροβολούσαν ακαταπαύστως, ώστε έπίστευον οί εχθροί 'οτι ήτον μέσα υπέρ τάς δύο χιλιάδας στρατός, οί όποίοι τους έκαμαν μεγάλην θραύσιν τών εχθρών.
Τήν επαύριον ήλθε ό "Αγος καί έπροσκαλούσε πάλιν τον Βότσαρην νά έξέλθη νά ομιλήσουν, άλλ' ό Μάρκος έπροσποιήθη δτι ασθενούσε καί δτι τήν επαύριον έβγαίνει, καί τήν τελευταίαν ήμέραν εις τάς 2 Νοεμβρίου εξήλθε, καί τού έπρότεινε νά θέσουν 15 ημέρας προθεσμίαν διά τήν παράδοσιν δια νά δυνηθούν ώς τότε νά ευκολυνθούν δσοι θά αναχωρήσουν, νά έμβαρκάρουν τά πράγματα τους και ούτω δια πολλής συζητήσεως καί φιλονικίας απεφασίσθη τελευταίον να γίνη ή παράδοσις τήν 11 Νοεμβρίου, επί συμφωνία νά γίνη έγγραφος ή συνθήκη, νά υπογραφή έξ αμφοτέρων των μερών. Έκαμαν λοιπόν τό σχέδιον του έγγράφου έκ μέρους δήθεν τών Μισολογγιττών, τό οποίον διελάμβανεν δτι παραδίδονται καί αυτοί καί τό φρούριον με τάς δείνα καί δείνα συμφωνίας εις τάς χείρας του Όμέρ πασια Βριώνη.
Ευρισκόμενος τότε καί ό Ίσούφ πασιάς έκ Σερρών από τάς Πάτρας διά θαλάσσης, ειδοποίησε καί αυτός εγγράφως τούς Μισολογγίτας νά παραδοθούν εις αυτόν καί αυτός θέλει τους χαρίση πολλά προνόμια, πλήρη άμνηστίαν καί επταετή άτέλειαν. Τό έγγραφον αυτό ήτον ώς συνθήκη, τό όποίον λαβών ό Βότσαρης επιχείρημα διά νά δώση μάκρος του καιρού, τό έδωκε καί αυτό εις τον "Αγον νά τό ίδούν οί Βεζυράδες. 'Επιστρέψας λοιπόν ό "Αγος καί παρουσιάσας τό σχέδιον τής συνθήκης καί τό έγγραφον του Ίσούφ πασια, κατεταράχθη ό Κιοταχής εις τόσον βαθμόν, ώστε ήλθον εις ρήξιν μετά του Όμέρ Βριώνη καί του Ίσούφ πασιά. Άλλά μή δυνάμενος τότε νά τούς έκδικηθή έκαμε τήν ανάγκην φιλοτιμίαν καί παρεδέχθη. Έγραψε όμως κατ' αυτών εις τον Σουλτάνον καί μετ' ολίγον καιρόν τον μεν Όμέρ πασιάν εξώρισεν εις τό Διδυμότειχον καί εκεί τον άπεκεφάλισε. Επίσης καί τον Ίσούφ πασιάν κατόπιν εις τό Βιδίνι, καί έλαβε τήν αυτήν τύχην.
Άκολουθησάσης λοιπόν αυτής τής μεταξύ των διαφωνίας καί φιλονικίας, έφθασε καί ή 11 Νοεμβρίου, ότε ύπήγε ό "Αγος καί έφώναξεν τών είς τάς επάλξεις φυλασσόντων στρατιωτών νά έβγη ό Μάρκος νά ανταμωθούν. Ό Μάρκος γνωρίζων τότε ότι έμείς έφθάσαμεν πολύ πρωΐ εις τό Βασιλάδι καί ότι ώς τό μεσημέρι έμβαίνομεν είς τό Μισολόγγι, διά νά δώση ολίγας ώρας άναβολήν, του άνήγγειλεν ότι νά σταθή εκεί καί μετ' όλίγον εξέρχεται. Έμεινε λοιπόν δύο σχεδόν ώρας, δτε είχον φθάσει έκεί ό Ζαΐμης, ό Μαυρομιχάλης, και ό Ν. Δεληγιάννης και έβεβαιώθη περί του ποσού των στρατευμάτων, και εξήλθε και άνταμώσας με αυτόν τον ήρώτησε αμέσως διατί σήμερον πηγαινοέρχονται πολλά πλοιάρια εις τό Βασιλάδι, και ο Μάρκος τον απήντησε μέ παγωμένον φλέγμα, ότι, όσαι οικογένειαι δεν θέλουν να μείνουν ραγιάδες, μετακομίζονται εις το Βασιλάδι μ' όλα τα πράγματα τους, ήλθαν δε και καράβια να τούς μετακομίσουν εις τάς νήσους, και αυτός ώς Τούρκος το έπίστευσε... Ό Μάρκος δια να τον διασκεδάση δύο ή ώρας ακόμη, ώστε να μετακομισθή όλον τό ίδικόν μας στράτευμα είς τό Μισολόγγι, του ήνοιξε διαφόρους έκτεταμένας ομιλίας, ώστε είσήλθομεν άπαντες και τότε επήρε τήν συνθήκην καί εισήλθεν μέσα να τήν υπογράψουν δήθεν, παραγγείλας προς τον "Αγον ότι να διάταξη τούς Τούρκους να μην πυροβολήσουν πλέον, μεχρισότου επιστρέψη, να δώσουν τέλος υποθέσεως. Έπιστρέψας λοιπόν ό Βότσαρης καί ευρών άπαντας ημάς έκεί, αμέσως έσκέφθημεν εκ συμφώνου να τοποθετήσωμεν τα διάφορα στρατιωτικά σώματα αναλόγως της ποσότητος είς κάθε θέσιν, έκαστον χωριστά καί μέ διακεκριμένα δρια, χωρίς νά πηγαίνουν οί στρατιώται ενός σώματος εις θέσιν του άλλου νά πολεμήσουν καί ακολουθή ούτως σύγχυσις. Έγώ τούς έπρότεινα ότι επειδή έχω σώμα στρατιωτικό πολυαριθμότερον τά δύο πέμπτα του όλου στρατού τής φρουράς καί έγυμνασμένον καλύτερα άπό τά άλλα, νά μέ δώσουν οποίαν θέσιν γνωρίζουν άδυνατωτέραν άπό τάς άλλας καί έγώ την οχυρώνω καί τήν βαστώ. Εύχαριστήθησαν άπαντες τούτο καί άπεφασίσαμεν τάς τοποθεσίας ώς εξής, κα( ένθυμούμαι εκ τής πολυκαιρίας.
Προς τό μέρος του Γαλατά καί Μποχώρι είς τό άκρον, κατέλαβον τήν θέσιν οί Πυργιώται καί Γαστουναίοι όντες υπό την έδικήν μου διοίκησιν και όδηγίαν, έπί κεφαλής αυτών ό Νικολάκης Δεληγιάννης. Ή θέσις αύτη δέν ήτο τόσον επικίνδυνος. Πλησίον εις αυτούς έτοποθετήθη ό Μακρής. Κατόπιν του Μακρή ό Κανέλλος Δεληγιάννης εις την πλέον αδύνατον θέσιν και πλησίον αύτού ό Σαλαφατίνος μέ τούς Μανιάτας και οί αδελφοί Γριβαίοι εις την μασχάλην έως την γωνίαν αύταί αι θέσεις ονομάζονται Μύτικας και έλαιοτριβείον του Καψάλη· εκεί είναι ή μασχάλη και ή γωνία' από εκεί έως την έκκλησίαν της Αγίας Παρασκευής ήτον ό Βότσαρης και ό Γεώργης Κίτσιος Σουλιώται, πλησίον εις αυτούς ήτον ό Τσιόγκας, ό Δημοτσέλιος και ό Θανάσης Κότσικας μέ τούς Μισολογγίτας έως την θύραν του φρουρίου. Άπό την θύραν έως τό άκρον προς τό μέρος του Αιτωλικού ήτον ό Ζαΐμης μέ τούς εδικούς του και τούς τοτου Λόντου και έπειτα και ό Λόντος, άφού ήλθεν ή θέσις αύτη ήτον ή όχυρωτέρα και ανύποπτος δια έφοδον έχθρικήν.
Τοποθετηθέντων δέ τών στρατιωτών ήρχισαν παρευθύς άπαντες νά οχυρώση έκαστος τον προμαχώνα του και έν όλίγω διαστήματι εύρέθημεν έτοιμοι προς άμυναν και άντιπαράταξιν. Τότε είσήλθομεν άπαντες είς τάς επάλξεις μέ τον γέροντα Μαυρομιχάλην και έβάλαμεν τον Κάσκαρην και έφώναξε τον "Αγον Βοϊσάρην και τον λέγει, ότι νά αναχωρήσει εκείθεν καθότι έφθασαν οί Μοραΐται, οί Δεληγιανναΐοι, ό Ζαΐμης, ό Μαυρομιχάλης, ό Λόντος μέ στρατεύματα και τον μέν Μάρκον, τον έβαλαν αμέσως χάψη (είς φυλακήν) και κατέλαβον αυτοί και τά κανο-νοστάσια και δλα τά όχυρώματα, και τό Μισολόγγι δέν τό παραδίδουν χωρίς νά φονευθούν όλοι αυτοί και ήδη αρχίζει ό πόλεμος και νά αναχωρήσει ευθύς εκείθεν.
[...]
Οί 1.200 όρκισθέντες Τούρκοι ήλθον περί τό μέσον (άσελήνου τής νυκτός καί βαθύτατου σκότους Όντος) και έπεσαν μέσα είς τον χάνδακα μέ πολλήν προφύλαξιν χωρίς να δυνηθώμεν νά τούς έννοήσωμεν, άν ήλθον καί πότε! Και έμεναν έκεί περιμένοντας τό σύνθημα να είσπηδήσουν μέσα, οίτινες έπλησίασαν τόσον, ώστε μάς έχώριζε μία χαμηλή μάνδρα, εις της οποίας τό εν μέρος είμεθα ημείς και τό άλλο αυτοί, και ήκουον τάς ομιλίας μας. Αί δε άλλαι 5.000 έστέκοντο έτοιμοι ν' αρχίσουν τον πυροβολισμόν αντίκρυ των όχυρωμάτων μας κατά τό σύνθημα.
Προ μιάς ώρας του συνθήματος ύπήγον εις τό όχύρωμα του Μακρή και τον εύρον και αυτόν και τους ήμίσεις σχεδόν συντρόφους του κοιμωμένους, και με άγανάκτησίν μου τους έξύπνησα με μίαν φρόνιμον έπίπληξιν, οίτινες ήσθάνθηκαν τό λάθος τους και έγιναν αμέσως "έτοιμοι με πολλήν προσοχήν. Τό αυτό έπραξα και είς τους Πυργιωτογαστουναίους, άλλ' αυτοί ήτον άγρυπνοι και πολύ προσεκτικοί, και διαμείνας ολίγας στιγμάς έκεί, εμπνέων είς αυτούς τό θάρρος και τήν τόλμην, τούς είπον ότι ή ώρα ήγγικε και ύπέστρεψα είς τά όχυρώματά μου. Διέταξα αμέσως και έπιον άπαντες τό ρούμι και ίσταντο έτοιμοι μέ τά όπλα είς τάς χείρας, παραγγείλας προς αυτούς ότι έν όσω πυροβολούν οί Τούρκοι νά μην τύχη και πυροβολήση κανένας στρατιώτης, άλλ' άμα ιδούν τούς Τούρκους αναβαίνοντας είς τά όχυρώματά μας, τότε νά πυροβολήσουν κατ' αυτών.
Άπέρασαν όλίγαι στιγμαί και ενώ έλεγον είς τούς καπεταναίους μου, ότι "Αχ! δεν έρχονται τά σκυλιά κατά τήν έπιθυμίαν μας νά τούς δώσωμεν του διαβόλου! αίφνης ήρχισεν ό πυροβολισμός των εχθρών άπό τό εν άκρον έως τό άλλο τών όχυρωμάτων μας και άπό τον τοσούτον κρότον τών κανονιών και τών τουφεκοβολισμών, τών φωνών και αλαλαγμών, έφαίνετο μακρόθεν ότι τό Μισολόγγι έκαίετο, ώς ό Βεζούβιος τής Νεαπόλεως, ή ή Αίτνη τής Σικελίας... και κανένας δεν ήξευρε πού εύρίσκετο. Παύσας λοιπόν ό πυροβολισμός τών Τούρκων, ανέστησαν οί εις τον χάνδακα 1.200 ορκισμένοι και μάς ήρπασαν οκτώ σημαίας, στήσαντες αμέσως είς τον τόπον αυτών δεκαοκτώ έδικάς των, και αμέσως άπεπειράθησαν νά είσπηδήσουν μέσα είς τά όχυρώματά μας. Τότε έφώναξα και εγώ και οί καπεταναίοι μου: Πύρ! Κτυπάτε τα τά σκυλιά! Έπυροβόλησαν αμέσως οί στρατιώται μας τακτικώς καθώς ήτον προδιατεθειμένοι και έκρήμνισαν πλήθος έξ αυτών είς τον χάνδακα. Έκαμαν και δευτέραν και τρίτην άπόπειραν εφόδου, άλλ' άφού είδον, ότι έπιπτον πλήθος φονευμένων έξ αυτών, άρπάσαμεν ευθύς και τάς σημαίας των και έμπήξαμειν άλλας έδικάς μας τάς οποίας είχομεν έτοίμους. Άπεδειλίασαν και έκατέβηκαν, όσοι διεσώθησαν, είς τήν τάφρον μαζί μέ τα πτώματα τών φονευθέντων.
Ήλθον και άλλαι δύο χιλιάδες αμέσως επικουρία εις αυτούς νά τούς συνδράμουν, αλλά δεν έτολμούσαν πλέον ν επανέλθουν είς τά όχυρώματά τους, καθότι έκ τού άκαταπαύστου κανονοβολισμού και τουφεκοβολισμού έξ αμφότερα τών μερών έφωτούσε τό μεταξύ ημών και τών Τούρκων πεδίον ώς σήμερα. Δύο έξ αυτών έτόλμησαν και είσεπήδησαν μέσα είς τούς προμαχώνας μας. Έφόνευσαν τον Σπύρον Κορφιάτην λεγόμενον, και τον άδελφόν του, έπλήγωσαν και δύο άλλους, και τον μεν ένα τον έφόνευσαν οί στρατιώται μας, τον δέ άλλον, γιουρούκ μπαϊρακτάρην τού Όμέρ πασιά Βριώνη τον συνελάβομεν ζώντα μέ τό γιαταγάνι είς τάς χείρας, καθότι είσεπήδησαν εντός τών εδικών μου όχυρωμάτων. Ό πόλεμος αυτός διήρκεσεν απελπιστικός έκατέρωθεν τρεις περίπου ώρας, ώστε δεν ήτον δυνατόν νά μάθη κανένας τί έγίνετο είς τού ετέρου τά όχυρώματά μέχρι τής άνατολής τοου ηλίου, ότε, άπελπισθέντες όσοι έμειναν είς τήν τάφρον έτράπησαν είς φυγήν και μόλις διεσώθησαν τό έν τέταρτον αυτών. Και ούτως έκερδίσαμεν τήν μοναδικήν έκείνην ; ένδοξον νίκην, ήτις άφήκεν έποχήν είς τάς λαμπροτέρας σελίδας τής Ελληνικής Επαναστάσεως. Έφονεύθηκαν άπό τούς εδικούς μου στρατιώτας ένδεκα, άπό του Μακρή δύο, άπό τούς Πυργιωτογαστουναίους πέντε, μεθ' ών και ό καπετάν Ανδρέας 'Αλουποχωρίτης, όστις έφονεύθη πλησίον μου είς τον περίπολον, δύο άπό του Ζαΐμη και το Λόντου και τέσσαρες άπό όλα τά ρουμελιώτικα σώματα. Τό όλον 24· καί τίνες έπληγώθηκαν.
'Από δε τούς εχθρούς έπεσαν υπό τά όπλα μας υπέρ τούς χιλίους εξακόσιους καί άλλοι τόσοι έπληγώθηκαν καί έφονεύθηκαν, τούς οποίους επήραν οί Τούρκοι. Και περί τάς 8 π.μ. κατέπαυσεν όλως διόλου ό πυροβολισμός.
Τότε ήλθον συσσωματωμένοι οί δύο αρχιερείς Πορφύριος Άρτης καί Ρωγών, ό Ζαΐμης, ό Λόντος, ό Μαυροκορδάτος, ό Μάρκος Βότσαρης καί όλοι οί πρόκριτοι τού Μισολογγίου είς τό όχύρωμά μας, μάς ένηγκαλίσθησαν, έκάμαμεν τον έν Χριστώ άσπασμόν, μάς έπρόσφερον απείρους ευχαριστίας καί επαίνους, καί ότι θέλει μάς ονομάσει ή ιστορία σωτήρας τής πατρίδος κτλ. Καί άφού τούς εύχαριστήσαμεν επαξίως, τούς είπομεν, ότι δεν έκάμαμεν τίποτε περισσοτερον παρά τό προς τήν πατρίδα χρέος μας.
Έκεί είδον (αυτοί) καί τον πελώριον εκείνον γίγαντα, τον μπαϊρακτάρην τού Όμέρ πασιά, δεμένον τάς χείρας καί ηθέλησαν νά τον ερωτήσουν διά τινα αντικείμενα, αλλά δέν ηθέλησε νά τούς απάντήση.
Απελθόντες οί, ώς είρηται, αρχηγοί, έκαστος είς τά ίδια, καί βλέποντες οί καπεταναίοι μου καί οί στρατιώται ότι έμειναν υπέρ τά χίλια πτώματα Τούρκων είς τό πεδίον, μεταξύ τών εδικών μας όχυρωμάτων καί τών έχθρών, τά όποία ήτον μέ τά όπλα καί τά ενδύματά των καί δέν ήτον δυνατόν νά τά πάρουν μήτε οί Τούρκοι μήτε οί Έλληνες, έμηχανεύθησαν οί καπεταναίοι μου, καί ιδίως ό Δημητρακόπουλος, καί εύρον τον τρόπον διά νά τά λαφυραγωγήσουν. Έπεσαν υπέρ τούς είκοσι στρατιώται, οί τολμηρότεροι, είς τον χάνδακα εκείνοι προς τους οποίους έρριξαν σχοινία μακριά.
Αυτοί έπαιρναν τό έν άκρον (τό δ' άλλο τό έβαστούσαν άπό μέσα άπό (τά) όχυρώματα οί στρατιώται), ύπήγαινον συρόμενοι μέ τήν κοιλίαν καί έδενεν έκαστος άπό δυο καί τρία πτώματα, έπειτα έσύροντο πρηνεείς καί ήρχοντο είς τον χάνδακα. Οί στρατιώται άπό τό όχύρωμα τά έτραβούσαν καί τα έφερον έκεί καί τά έγύμνωσαν, ώστε εντός τριών ήμερών τό έσυραν όλα καί έκαμαν τόσα λάφυρα άπό όπλα, ενδύματα χρήματα καί άλλα είδη καί έκαμαν τήν διανομήν καί επήρε έκαστος στρατιώτης υπέρ τά χίλια γρόσια άπό όλην τήν λα φυραγωγίαν. Τό δέ γιαταγάνι του γιουρούκ μπαϊρακτάρη το έπήρεν ό καπετάν Γεώργης Σπηλιόπουλος, Λαγκαδινός, είς μερίδιον. Προσέφερον καί είς έμέ έν καλόν σπαθί, έν ζεύγος πιστόλια καί άλλα τινα είδη άλλά δέν τά έδέχθην καί άφού τούς ευχαρίστησα, τούς τά επέστρεψα καί τά έμοίρασαν.
Ό Πρόεδρος κύριος Μαυροκορδάτος όμως είχεν άπ' άρχή έν καλόν πλοιάριον δεμένον πλησίον τής οικίας του Τρικούπη όπου έκατοικούσε, διά πάσαν ένδεχομένην περίστασιν, καί τή νύκταν έκείνην διέμενεν είς αυτό μέχρι τής ανατολής του ήλίου, ότε είδεν ότι διεσώθημεν, καί τότε έξήλθεν.
Κρίνω δέ έπάναγκες νά αναφέρω καί τά περί αυτού το γιουρούκ μπαϊρακτάρη, ώς ανήκοντα είς τήν ίστορίαν. 'Αφοί ώς είρηται, τον συνελάβομεν ζώντα καί τον είχον είς τά δεσμά, μετά τήν κατάπαυσιν τού πολέμου ήρώτησε ποίος είναι ό καπετάνιος, καί τω έδειξαν έμέ, όστις μέ πολύ παρρησιαστικόν μέ λέγει: Έ! ορέ καπετάνιε! Έγώ έκαμα τό χρέος μο διά τήν πίστιν μου καί διά τον άφέντην μου καί απέθανα και δέν τούς χρεωστώ τίποτε πλέον. Έπεσα είς τά εδικά σου χερια καί ή μέ σκοτώσης ή μέ άφήσης μου είναι άδιάφορον. Μίαν ζωήν έχρεωστούσα, τήν έθυσίασα. Μόνον μίαν παράκλησιν θά σέ κάμω. Τον λέγω, τί θέλεις; Λέγει: Νά μέ δώσης ένα καφέ καί ένα τσιμπούκι καί τήν ιδίαν στιγμήν πρόσταξε νά μέ φονεύσουν! αμέσως του έδώκαμεν δύο, τρία, καί τότε συνήλθεν είς τον εαυτόν του καί μέ λέγει: Έ! Όρε! σέ βλέπω ότι είσαι άπό ότσιάκι καί φρόνιμος καί δέν θά μέ σκοτώσης καί άν μέ σκοτώσης δέν σώνεται μέ έμένα ή Τουρκία. Καί αν μέ γλυτώσης δέν θά μετανοήσης! Τον είπον ότι άν είχον σκοπόν τοιούτον, τον έφόνευον ευθύς, αλλά νά μείνη ήσυχος, καί τον έστειλα είς τήν οίκίαν τοϋ Χριστάκη 'Αρτης μέ σίδηρα είς τούς πόδας καί διέμενεν εκεί φυλαττόμενος άπό δύο στρατιώτας.
Ύποπτεύσαντες ημείς ότι μήπως οί εχθροί άποφασίσωσι νά δοκιμάσωσι καί έκ δευτέρου τήν τύχην των, νά κάμουν καί δευτέραν έφοδον διά νά εξαλείψουν τήν μομφήν καί τό αίσχος εκείνο τής ήττας των, έλάβομεν πλέον αυστηρότερα μέτρα καί μεγαλυτέραν προσοχήν καί ευρισκόμεθα πάντοτε άγρυπνοι. 'Αλλά διά νά μήν προχωρήσουν πάλιν οί εχθροί καί καταλάβουν ώς καί πρότερον τον χάνδακα έπενοήθημεν τήν δευτέραν ήμέραν τών Χριστουγέννων καί έβάλαμεν ξύλα μακριά τά όποία ήτον αντένες καραβιού, καί είς τά οποία έκρεμούσαμεν είς τό άκρον μίαν τέσσαν (άγγείον χάλκινον ώς χύτρα) τό όποίον έγεμώζαμεν ρετσίνην καί θειάφι καί τό άνάπταμεν πάσαν έσπέραν καί είχομεν μηχανήν είς τά όχυρώματά μας καί τά έσπρώχναμεν καί έβγαιναν έξω περισσότερον άπό δέκα Γαλλόμετρα, ώς φανάρια, καί έφώτιζον όλον εκείνο τό πεδίον, τό όποίον ήτον μεταξύ ημών καί τών εχθρών. "Ωστε άπεκατέστη αδύνατον νά έμπορέσουν πλέον οί εχθροί νά εμφωλεύσουν είς τον χάνδακά μας, καθότι βάλαμεν τόσα άπό αυτά ώστε έφωτούσεν όλον εκείνο τό μέρος ωσάν ήμέρα καί δέν έτολμούσαν οί Τούρκοι νά έβγάλουν μήτε τήν μύτην τους εις τά όχυρώματά τους. Ήμείς δέν τούς έπυροβολούσαμεν καί τους έβλάπταμεν έν ευκολία. Αύτήν τήν μηχανήν τήν έπενόησεν πρώτος ό άνω είρημένος καπετάνιος μου Δημήτριος Δημητρακόπουλος έκ Λαγκαδιών κα μεγαλέμπορος έν Κωνσταντινου πόλει, καί τήν μετεχειρίσθησαν άπαντες οί οπλαρχηγοί, και έξησφαλίσθημεν άπό πάντι ένδεχόμενον κίνδυνον.
Περί τον Ίούνιον του αύτού έτους 1822, ότε ύπαρχόντων τών στρατευμάτων καί ημών είς τό Μακρυνόρος, Κομπότι κτλ., ώς προερέθη, ήτον διορισμένος καί ό Μπασάνος (Ιταλός τό γένος καν Γάλλος) άπό τήν Κυβέρνησιν άνθρωπος ανδρείος ναυτικός καί μέ πολλήν φρόνησιν καί φιλελληνισμόν μέ τρεις κανονοφόρους καί μέ τρία άλλα έτι μικρότερα πλοιάρια πολεμικά νά παραπλέη τον 'Αμβρακικόν κόλπον έως τή Πρέβεζαν, Πούνταν καί Βόνιταν, νά προφυλάττη τά παράλιά μας άπό τουρκικάς έπιδρομάς, ότε ναυμαχήσας μετά τινων πολεμικών τουρκικών μεγαλυτέρων πλοίων έπεσεν αίχμόλωτος καί τον παρέδωκαν είς χείρας του τότε στρατάρχου Κιοταχή καί τον είχε μεθ' έαυτού διά νά τον χρησιμευση είς καμμίαν ανάγκην. Ενθυμηθείς λοιπόν τότε τον Μπασάνον ώμίλησα μέ τον Ζαΐμην, Λόντον καί Βότσαρης νά διαπραγματευθώμεν περί τούτου μέ τον Όμέρ πασιαν Βριώνην να κάμωμεν άνταλλαγήν, μέ τον μπαϊρακτάρην αυτόν. Τούτο άκούσαντες καί εύχαριστηθέντες άπαντες, έπαινέσαντες αύτήν τήν θυσίαν μου, έβάλαμεν τον μπαϊρακτάρην καί έκαμε τουρκιστί ένα γράμμα είς τον Όμέρ πασιάν Βριώνην καί τον εγραφεν όσα ήκολούθησαν καί ότι τον έχει ό Δεληγιάννης εις χείρας του καί ότι ευκόλως γίνεται ή ανταλλαγή μέ τον Μπασάνον καί τον έπαρακαλούσε νά τον ελευθερώση. Έστείλαμε τό γράμμα αυτό έσφραγισμένον μέ τήν σφραγίδα του καί το έλαβεν ό Όμέρ πασιάς καί εύχαριστήθη πολυ, ότι έσώθη αυτός. Έτρεξεν αμέσως είς τον Κιοταχήν και τον παρεκάλεσε νά δεχθή τήν αίτησιν ταύτην ώς δικαίαν. Άλλ' επειδή ό Κιοταχής ήτον τότε πληροφορημένος ότι ό Όμέρ Βριώνης άντενέργησεν εις τήν παράδοσιν του Μισολογγίου, μ' όσας παρακλήσεις και προτροπάς του έκαμαν οί πασιάδες όλοι καί οί μπιμπασιάδες καί μπέηδες έστάθη αδύνατον νά πεισθή νά τον δώση. Απελπισθείς όθεν έγραψε προς τον μπαϊρακτάρην ό Όμέρ Βριώνης όλας τάς δυσκολίας αύτάς καί νά μ' έρωτήση πόσα χρήματα θέλω νά τά στείλη νά τον ελευθερώση. Άφού έλαβεν αυτήν τήν άπάντησιν τον έβαλα αμέσως καί έκαμεν άλλο γράμμα ότι χρήματα δέν δέχομαι, παρά μόνον τον Μπασάνον τό έστείλαμεν καί έκαμε τήν αυτήν άπάντησιν, ότι είναι αδύνατον νά τον δώση τον Μπασάνον, παρά άν θέλω πενήντα χιλιάδες γρόσια ή καί περισσότερα νά τά στείλη αμέσως εύχαρίστσως. Βλέπων λοιπόν τήν αδύνατον αυτήν άνταλλαγήν έπαυσα πλέον τήν άλληλογραφίαν καί άφησα νά παρέλθουν ήμέραι τίνες ίσως καί κατορθωθή ή ανταλλαγή καί τον έβαστούσα προφυλαγμένον καί έκαμα αυτήν τήν αύταπάρνησιν νά μήν υποτεθώ αισχροκερδής καί εύρουν ύλην καί μέ κατακρίνουν ότι έμπορεύθην τήν πατρίδα. Πολλοί φίλοι μου και οί καπεταναίοι μου μέ παρεκίνουν νά πάρω αυτήν τήν ποσότητα ή καί περισσοτέραν, άλλα δέν τούς ήκουσα. 'Ωστε οί εχθροί έχοντες δυσπιστίαν μεταξύ τους, παθόντες δέ καί τήν μεγάλην έκείνην ήτταν, ήρχισαν νά εκλείπουν αί τροφαί ένεκα του βαρυτάτου εκείνου χειμώνος, άπελπισθέντες δέ και διά τήν άλωσιν του Μισολογγίου, καθότι άπεδειλίασαν άπας ό στρατός, τήν 30 Δεκεμβρίου, μετά τό εσπέρας, ήκολούθησε γενική λιποταξία είς τον έχθρικόν στρατόν, καί μ' όλας τάς προσπάθειας τών Βεζυράδων, έστάθη αδύνατον νά τήν εμποδίσουν, ώστε ήναγκάσθησαν καί αυτοί νά αναχωρήσουν πριν του μεσονυκτίου, διευθυνόμενοι είς τό Άγρίνιον (Βραχώρι), ό μέν είς διά τής όδού του Κερασόβου, ό δέ διά τής Κλεισούρας.
Αυτά δλα τά ώς άνω είρηται περιστατικά έφεραν τους Τούρκους εις την τέλειαν άμηχανίαν, και άνεχώρησαν άφήσαντες δλας τάς άποσκευάς των, κανόνια, βόμβας, σκηνάς, πολεμοεφόδια και ολίγας τροφάς. Έως τό μεσονύκτιον της νύκτας εκείνης εΐχε μείνει μία οπισθοφυλακή είς τά όχυρώματά των και έπυροβολούσεν ακατα παύστως διά νά μην έννοήσωμεν τήν άναχώρησίν των. Μετά τό μεσονύκτιον έζήτησαν άνακωχήν διά νά αναπαυθούν δήθεν και ημείς και αυτοί, καθώς πάντοτε έσυμφωνούσαμεν και τήν παρεδέχθημεν, άλλ' αυτοί ολίγοι δντες, άνάψαντες, ώς συνήθως, φωτιές διά νά νομίζωμεν ημείς δτι ευρίσκονται εκεί, άνεχώρησαν μίαν ώραν προτού φωτίση και ήκολούθησαν τους άλλους. Ήτον δε αυτή ή οπισθοφυλακή άπό τον Τσελιοπίτσιαρην και τον Ράγκον.
Προς τά ξημερώματα έφώναξαν οί Έλληνες, ώς και άλλοτε, νά ειναι έτοιμοι διά τουφέκισμα. Έφώναξαν δίς, τρις και πολλάκις, άλλ' άφου δεν ήκούσθη ουδέ φωνή άπό τους Τούρκους, έπεσαν δύο στρατιώται εις τον χάνδακα και έφθασαν συρόμενοι πλησίον είς τά τουρκικά όχυρώματα άλλά δεν είδον ούδένα Τούρκον. Τότε έφώνξαν: Έφυγον οί μουρτάτες! έφυγον! Τότε έτρεξαν άπαντες προς λαφυραγωγίαν και ήρπασαν πάν δ,τι εύρον και έδυνήθη έκαστος, χωρίς νά εύρουν ούδένα ασθενή ή πληγωμένον έκεί. Έτρεξαν είς του Γαλατά και Μποχώρι δπου είχον τάς άποθήκας των τροφών και τά νοσοκομεία και δεν εύρον τίποτε τρόφιμον παρά πενήντα έξ πληγωμένους τους οποίους έφόνευσαν. Έξήλθον ό Μπότσαρης, ό Ζαΐμης, ό Λόντος μέ έπέκεινα των χιλίων και άπήλθον έως τά Σταμνά και Άγγελόκαστρον προς καταδί ωξιν των εχθρών, άλλ' αυτοί εχον φθάσει τότε είς τό Άγρίνιον και μή εύρόντες ούτε άνθρωπον, ούτε τροφήν τινα, ουδέ κατοικίαν είς τά μέρη εκείνα, καθότι είχον ερημώσει άπό τάς τρομεράς καταπιέσεις τών Τούρκων [οίτινες] υπέστρεψαν τήν έπιούσαν είς τό Μισολόγγι χωρίς αποτέλεσμα. Οί δε Βεζυράδες, φθάσαντες είς τό Βραχώρι καί μή εύρόντες ούδ' άνθρωπον ουδέ τροφήν, καθότι ό Αχελώος ποταμός εΐχεν πλημμυρίσει έκείνας τάς ημέρας εκ του βαρύτατου χειμώνος καί δεν ήδυνήθησαν νά τους υπάγουν άπό τον Κραβασαράν, κατήντησαν είς τήν έσχάτην άμηχανίαν ώστε ήναγκάσθηκαν νά έξαποστείλουν τον Ισμαήλ πασιάν Πλιάσιαν μέ τεσσάρας χιλιάδας στρατόν είς τά 'Αγραφα νά δυνηθή νά τούς προφθάση εκείθεν ολίγας τροφάς. Άλλ' έκ τών πολλών χιόνων, τά όποία είχον πέσει έκείνας τάς ημέρας, δεν ήδυνήθησαν νά προχωρήσουν είς τά υψηλά εκείνα όρη ώς έκ της πείνας καί κακοπαθείας όντες άπηυδισμένοι, καί φονεύσαντες τινάς γέροντας τους οποίους εύρον εις τινα χωριδάκια προσκυνημένα ύπέστρεψαν είς τό 'Αγρίνιον απελπισμένοι, καθότι δέν είχον άλλο μέρος νά διέλθουν είς τήν τουρκικήν έπικράτειαν παρά διά του πόταμού.
'Οθεν βλέποντες τήν προφανή καταστροφήν των, ύποπτευθέντες δέ οτι μήπως τρέξωμεν καί ημείς είς καταδίωξίν των καί τότε έγίνετο ό τάφος των είς τον 'Αχελώον, απεφάσισαν λοιπόν νά τον άπεράσουν πλέοντες. Άλλ' άφού έκαμαν μίαν άπόπειραν καί έμβήκαν τριακόσιοι ιππείς μέ τους δυνατωτέρους ίππους, μόλις άπέρασαν σαράντα οκτώ, οί δέ λοιποί έπνίγησαν. Τότε ώρμησαν άπαντες δπως ήδύνατο καθείς καί έπεσαν μέσα κρατούμενοι άπό τάς χείρας πολλοί, καί άλλοι άπό τάς ουράς τών Ίππων, ώστε έκείνην τήν ήμέραν μόλις άπέρασαν ολοι έως τό εσπέρας, ήμιθανείς άπό τό ψύχος καί τήν κακοπάθειαν. Καί άν ευρίσκοντο άντίπεραν του πόταμού τριακόσιοι Έλληνες, δέν ήθελε διασωθή ουδέ εις έκ του κο-λοσσαίου εκείνου στρατού. Έπνίγησαν δέ είς τον ποταμόν δύο ώς έγγιστα χιλιάδες, καί τρέξαντες μετά τήν διάβασιν δλην έκείνην τήν νύκταν όδοιπορούντες έκ της φρίκης, έφθασαν τήν έπιούσαν είς τον Κραβασαράν καί άπέθανον εκεί υπέρ τούς επτακόσιους άσθενήσαντας. Απώλεσαν καί τάς έναπολειφθείσας άποσκευάς των καί παν δ,τι άλλο έφερον μεθ' εαυτών καί μόλις διεσώθηκαν είς τήν "Αρταν καί μετά τρεις ημέρας διελύθησαν κακήν κακώς καί άπήλθεν έκαστος εις τά ίδια.
Κατά τάς ακριβείς καί αληθείς πληροφορίας, τάς οποίας έλαβον έκτοτε άπό διαφόρους πηγάς καί πλέον άπό τον Ίσούφαγαν Πεσκιρτζήν του Κιοταχή, έλθόντα είς Αθήνας κατά τά 1842 καί διαμείναντα έως τά 1847, ό οποίος ύπήρξεν αξιωματικός καί οικείος υπηρέτης του Κιοταχή άπό τήν αρχήν της Επαναστάσεώς μας μέχρι τέλους αυτής, τον όποιον είχον φίλον καί διαμένοντα άπειράκις είς τήν οίκίαν μου, καί ομιλούντες πάντοτε μέ έπληροφόρησεν δτι είς τήν είρημένην έκστρατείαν του Μισολογγίου, ήτον είκοσι δύο χιλιάδες Τούρκοι πραγματικώς (εκτός τών καπεταναραίων Ελλήνων) καί δταν έφθασαν είς τήν 'Αρταν ευρέθηκαν έξ χιλιάδες ώς έγγιστα- ώστε έκ του πολέμου, έκ της επιδημίας, έκ του ποταμού καί τής κακοπαθείας τού χειμώνος, απωλέσθηκαν δέκα έξ χιλιάδες Τουρκοι καί τοιούτον έλαβεν ή τρομερά αύτη εκστρατεία κατά του ένδοξου Μισολογγίου, είς τήν οποίαν έλαβον ένεργητικόν μέρος δυστυχώς καί οί είρημένοι Τουρκοκαπεταναίοι προς αιώνιον αίσχος των.
ΠΗΓΗ: ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Στην Α' πολιορκία ήταν ακόμα χαμηλότερο το τείχος και μικρότερη η τάφρος. Εγιναν εκτεταμένες εργασίες τους επόμενους μήνες, πριν την Β' πολιορκία και την Εξοδο.
ΥΓ.1. Να σημειώσουμε γιατί δεν φαίνεται από το απόσπασμα, ότι η έφοδος των Τουρκαλβανών έγινε τη βραδιά των Χριστουγέννων με την λογική ότι πολλοί από τη φρουρά θα ήταν στις εκκλησίες. Το σχέδιο κατά την παράδοση το αποκάλυψε στους πολιορκούμενους ο Γιάννης Γούναρης, που υπηρετούσε τον Ομέρ Βρυώνη και είχε απομακρυνθεί για να του φέρει κυνήγι κοντά στα τείχη, οπότε δεν αιφνιδιάστηκαν και τους περίμεναν....
ΥΓ.2. Τα γεγονότα της Α' πολιορκίας έχουν ενδιαφέρον και αποσιωπούνται εντέχνως οι λεπτομέρειες γιατί χαλάει τη σούπα πολλών: α) γιατί καθάρισαν οι "ύποφτοι" κοτζαμπάσηδες εκμεταλλευτές ενώ οι γνήσιοι αγωνιστές του λαού σφύριζαν αδιάφορα, β) γιατί καθάρισαν οι "πλεονέκτες" και "αδιάφοροι" Μοραΐτες για τη Ρούμελη της λεβεντιάς και της παληκαριάς ... που καιροσκοπούσε σε μεγάλο βαθμό τότε (στα δυτικά)... φταίει και ο Μαυροκορδάτος γι' αυτό βέβαια που τους ανακάτωνε.
ΥΓ.1. Να σημειώσουμε γιατί δεν φαίνεται από το απόσπασμα, ότι η έφοδος των Τουρκαλβανών έγινε τη βραδιά των Χριστουγέννων με την λογική ότι πολλοί από τη φρουρά θα ήταν στις εκκλησίες. Το σχέδιο κατά την παράδοση το αποκάλυψε στους πολιορκούμενους ο Γιάννης Γούναρης, που υπηρετούσε τον Ομέρ Βρυώνη και είχε απομακρυνθεί για να του φέρει κυνήγι κοντά στα τείχη, οπότε δεν αιφνιδιάστηκαν και τους περίμεναν....
ΥΓ.2. Τα γεγονότα της Α' πολιορκίας έχουν ενδιαφέρον και αποσιωπούνται εντέχνως οι λεπτομέρειες γιατί χαλάει τη σούπα πολλών: α) γιατί καθάρισαν οι "ύποφτοι" κοτζαμπάσηδες εκμεταλλευτές ενώ οι γνήσιοι αγωνιστές του λαού σφύριζαν αδιάφορα, β) γιατί καθάρισαν οι "πλεονέκτες" και "αδιάφοροι" Μοραΐτες για τη Ρούμελη της λεβεντιάς και της παληκαριάς ... που καιροσκοπούσε σε μεγάλο βαθμό τότε (στα δυτικά)... φταίει και ο Μαυροκορδάτος γι' αυτό βέβαια που τους ανακάτωνε.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου