Ο Ιμπραήμ πασάς ήταν Καβαλιώτης. Την μάννα του την ξέρουμε σίγουρα. Ήταν Χριστιανή, χήρα κάποιου που λέγονταν Τουρματζής. Αυτή τη χήρα Τουρματζή παντρεύτηκε ο Μεχμέτ Αλής, ο κατόπιν αρχηγός της αιγυπτιακής δυναστείας, πού καταλύθηκε εδώ και μερικά χρόνια.
Όσο για τον πατέρα του Ιμπραήμ, οι γνώμες διχάζονται. Μερικοί τον θέλουν γιο της χήρας από τον πρώτο της γάμο και κάποιοι άλλοι πάλι, γνήσιο γιο του Μεχμέτ - Αλή, πού τον απόκτησε ύστερα από τον γάμο του με την χήρα.
Μάλλον ήταν γιος του Τουρματζή, γιατί η διαφορά ηλικίας του Μεχμέτ Αλή με τον Ιμπραήμ είναι μόλις είκοσι χρόνια και φαίνεται μάλλον πιθανό, ότι τον είχε η χήρα όταν παντρεύτηκε το Μεχμέτ.
Όπως και νάνε, δύο πράγματα έχουν ξεκαθαριστεί. Πρώτα - πρώτα ότι ο Μεχμέτ Αλής αναγνώρισε και υιοθέτησε τον Ιμπραήμ κι' ύστερα ότι ο τελευταίος αυτός είχε προικισθεί από τη φύση με περίσσια εξυπνάδα, στρατιωτική ιδιοφυΐα, αδάμαστη θέληση και άγρια ένστικτα.
Δέκα μόλις χρονών τον πήρε ο πατέρας του, όταν στα 1799 κατέβηκε με το στρατό πού έστειλε ο σουλτάνος στην Αίγυπτο για να πολεμήσει τους Γάλλους.
Σε λίγα χρόνια ο Μεχμέτ Αλής βρέθηκε, από μικρός οπλαρχηγός του τουρκικού στρατού, να έχει τον τίτλο του Χεδίβη της Αιγύπτου, που είναι περίπου ανάλογος με τον αντιβασιλέα.
Στην Αίγυπτο ο Ιμπραήμ ανατράφηκε από Ευρωπαίους παιδαγωγούς. Αυτό όμως πολύ λίγο συνετέλεσε στο να ημερέψει τα άγρια ένστικτά του. Ήτανε τόσο άγριος στις εκδηλώσεις του, ώστε παιδί ακόμα σκότωσε πολλούς συνομηλίκους του στο παιχνίδι Τζιρίτ, που παιζόταν με κοντάρια τα οποία ριχνόταν επάνω από τα άλογα.
Για τον λόγο αυτό ο πατέρας του τον εξόρισε στο εσωτερικό της Αιγύπτου. Κι’ εκεί όμως δεν ησύχασε. Σε ηλικία μόλις 16 χρόνων, κατόρθωσε να καταρτίσει στρατιωτικά σώματα με τα οποία τρία χρόνια πολέμησε τις άγριες νομαδικές αραβικές φυλές, πού είχανε τότε κατακλύσει, την Αίγυπτο και τελικά τις ανάγκασε να υποταχθούν.
Η στρατιωτική του Ιδιοφυΐα φάνηκε κυρίους στον πόλεμο εναντίον μιας δυνατής τοπικής φυλής, των Βαχαβιτών. Όταν ο αδελφός του Τόσον απέτυχε στην εκστρατεία αυτή, ο Ιμπραήμ ανάλαβε την αρχηγία του στρατού και κατόρθωσε μέσα σε λίγο διάστημα, να νικήσει τους Βαχαβίτες, να καταλάβει, στα 1818, την πρωτεύουσά τους Ντεραγιέ και να αιχμαλωτίσει τον αρχηγό τους Αμπντουλάχ.
Για το κατόρθωμά του αυτό ο σουλτάνος τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και βεζίρη με τρεις Ιππουρίδες. Του έδωσε δηλαδή τον ίδιο βαθμό πού είχε και ο πατέρας του.
Εγκαταστάθηκε τότε στο Κάιρο και διεύθυνε από εκεί όλες τις υποθέσεις της Αιγύπτου, συγκεντρώνοντας την εμπιστοσύνη, τόσο του πατέρα του όσο και των φυλάρχων.
Ολόκληρη την προσοχή του συγκέντρωσε τότε ο Ιμπραήμ, στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου. Για το σκοπό αυτό κάλεσε, δίνοντας μεγάλες αμοιβές και υψηλές θέσεις, σημαντικό αριθμό από τους ικανότερους Γάλλους αξιωματικούς του πεζικού και των τεχνικών οπλών. Ήταν η εποχή που στην Ευρώπη περιπλανιόταν αρκετές χιλιάδες Γάλλοι παλαίμαχοι, πού είχαν αποταχθεί από το γαλλικό στρατό μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα.
'Όταν στα 1824 ο Μεχμέτ δέχτηκε την πρόταση του σουλτάνου, ν’ αναλάβει την καθυπόταξη της επαναστατημένης Ελλάδας, έκρινε - και δίκαια - ότι ο Ιμπραήμ ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο να αναλάβει τη δύσκολη αυτή επιχείρηση. Ήταν τότε ο Ιμπραήμ 35 χρόνων.
Αφού λοιπόν διορίστηκε από το σουλτάνο Μαχμούτ, Βαλής της Κρήτης και του Μοριά, συγκρότησε με τους Γάλλους οργανωτές του, τεράστιο για την εποχή στρατό και στόλο.
Ο στόλος είχε 100 πολεμικά πλοία με 2.500 κανόνια και 300 μεταγωγικά. Ο στρατός του πάλι περιλάμβανε 30.000 πεζούς, 10 πυροβολαρχίες, 2.000 Ιππείς, ένα σύνταγμα μηχανικού και 1.500 άτακτους Άλβανούς.
Ποτέ, ούτε πριν ούτε κατόπιν, η οθωμανική αυτοκρατορία, δε μπόρεσε να παρατάξει στην ελληνική επανάσταση, τόσο μεγάλες και άρτια οργανωμένες πολεμικές δυνάμεις.
Οι πυροβολάρχες και οι σκοπευτές των πυροβόλων ήταν όλοι παλαίμαχοι Γάλλοι. Επίσης και οι περισσότεροι από τους διοικητές των μονάδων πεζικού. Γαλλικό ήταν ολόκληρο το επιτελείο της στρατιάς. Αρχηγός του επιτελείου και σύμβουλος του Ιμπραήμ είχε διοριστεί ο Γάλλος συνταγματάρχης του μηχανικού Σέλβ, ο οποίος είχε εξισλαμιστεί και είχε πάρει το όνομα Σουλεϊμάν Βέης. Για ν' ανταμείψει τον εξωμότη αυτόν ο Ιμπραήμ τον πάντρεψε με μια πριγκίπισσα του ηγεμονικού οίκου του Μεχμέτ Αλή.
Με την τεράστια λοιπόν αυτή πολεμική δύναμη, περίφημα εκπαιδευμένη, εφοδιασμένη, και εξοπλισμένη, ξεκίνησε ο Ιμπραήμ από το Κάιρο στις 7 Ιουλίου 1824, για να σαρώσει την ελληνική επανάσταση.
Είχε μελετήσει πολύ την Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και φιλοδοξούσε να ακολουθήσει τα χνάρια του χρησιμοποιώντας την αντίθετη κατεύθυνση. Και όπως εκείνος, έλεγε, ξεκίνησε από την Ελλάδα για να κατακτήσει την Ανατολή, έτσι κι' ο Ιμπραήμ θα ξεκινούσε από την Ανατολή για να σαρώσει την Ελλάδα.
Την εποχή πού ξεκινούσε ο Ιμπραήμ τρομερός αδελφοσκοτωμός είχε σηκωθεί ανάμεσα στους Έλληνες. Το σαράκι της διχόνοιας, οι μικροεγωϊσμοί, τα προσωπικά συμφέροντα, οι φιλοδοξίες και η φιλοπρωτία, που αποτελούν ενδημικές αρρώστιες, της τόσο αξίας κατά τα αλλά ελληνικής φυλής είχαν καταστρέψει και εξουδετερώσει κάθε αξιόλογη πολεμική δύναμη στη στεριά.
Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη επαρκών οικονομικών μέσων και η κακή διαχείριση των λίγων που υπήρχαν, είχε παραλύσει το αξιόλογο ναυτικό της επανάστασης. Τα ελληνικά καταδρομικά και τα περίφημα πυρπολικά, που τόσες καταστροφές είχαν προξενήσει μέχρι τότε στους Τούρκους, βρίσκονταν δεμένα στα λιμάνια των Σπετσών, της Ύδρας και των άλλων ναυτικών νησιών.
Είναι αλήθεια ότι το άκουσμα του ξεκινήματος του Αιγύπτιου στρατηλάτη, έκανε τους Έλληνες να συνέλθουν, να αφήσουν, έστω και προσωρινά, τις διαμάχες τους και να σκεφθούν με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που τους απειλούσε. .Ό στόλος κινητοποιήθηκε.
Όλες οι δόξες του ελληνικού ναυτικού, οι ναύαρχοι των ναυτικών νησιών, ο Σαχτούρης, ο Μιαούλης, ο Αποστόλης και οι ατρόμητοι πυρπολητές, ο Κανάρης, ο Πιπίνος, ο Παπανικολής, ο Ματρόζος, ο Βάκος, ο Βατικιώτης, μπήκαν στα καράβια και τα πυρπολικά τους και με τη γενική αρχηγία του Μιαούλη, έδωσαν στις 24 και 29 Αυγούστου 1824, δυο ένδοξες ναυμαχίες ανάμεσα Κω και Αλικαρνασσού.
Σημαντικές ζημιές προξενήθηκαν στον αιγυπτιακό στόλο. Δύο από τα μεγαλύτερα πολεμικά του τινάχτηκαν στον αέρα από τα ελληνικά πυρπολικά. Πέντε φορτηγά πιάστηκαν από τον ελληνικό στόλο. Σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν πολλοί από τους στρατιώτες και τους ναύτες του Ιμπραήμ και ένα σημαντικό μέρος από τα εφόδιά του έπεσε στα χέρια των Ελλήνων.
Αλλά και οι Αιγύπτιοι πολέμησαν γενναία. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έβγαινε στον κίνδυνο όπως και ο τελευταίος στρατιώτης. Κι' έτσι οι ζημιές που προξενήθηκαν στα πολεμικά των Ελλήνων δεν ήταν μικρές. Σχεδόν όλα τα σκάφη χρειάζονταν επισκευή. Τα τρόφιμα άρχισαν να τελειώνουν. Έπειτα τα πυρπολικά, που ήταν ο τρόμος του αντιπάλου, είχαν όλα καεί και τα περισσότερα μάλιστα απ’ αυτά, χωρίς να φέρουν καμιά ζημιά στο στόλο του Ιμπραήμ.
Για τους λόγους αυτούς ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να επιστρέψει στις βάσεις του κι' έτσι ο Ιμπραήμ εξακολούθησε χωρίς καμία ενόχληση το ταξίδι του στη Σούδα.
Δεκαπέντε μόνο ήμερες έμεινε ο Ιμπραήμ στη Κρήτη. Έπειτα, χωρίς καθόλου να πατήσει το πόδι του στη στεριά, ξεκίνησε για τη Ρόδο. Από εκεί παράλαβε 5.000 καινούργιους στρατιώτες και τεράστιες ποσότητες από τρόφιμα και πυρομαχικά,. που του έστειλε ο πατέρας του από την Αίγυπτο.
Σαν ξαναγύρισε στη Σούδα, αποβίβασε στρατεύματα, σκόρπισε την καταστροφή και την ερήμωση στην Κρήτη και στα κοντινά νησιά και χωρίς να χάση καθόλου καιρό, άρχισε τις ετοιμασίες για τη μεγάλη εκστρατεία του στο Μοριά.
Με 50 πολεμικά και πολλά φορτηγά, ξεκίνησε, στο τέλος Ιανουαρίου 1825, από τη Σούδα και στις 12 Φεβρουαρίου, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, έφθασε στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς και κατασκήνωσε στον κάμπο.
Κι’ εκεί όμως δεν έμεινε. Ξαναγύρισε ο Ίδιος στη Κρήτη, ξαναφόρτωσε τα καράβια του κι' ανενόχλητος πάλι ξαναγύρισε στη Μεθώνη, στις 5 του Μάρτη φέρνοντας 7.000 ακόμη πεζούς και άλλους 400 ιππείς.
Από τότε η θέση των επαναστατών έγινε πολύ δύσκολη. Απεγνωσμένες μάχες δόθηκαν. Τραγικές ήττες ακολούθησαν. Τα άτακτα στίφη των παλικαριών του Μοριά και της Ρούμελης, δε στάθηκε δυνατό να αντιπαραταχθούν στην τακτική συγκρότηση του στρατού του Ιμπραήμ. Τα συγκεντρωτικά πυρά των πυροβόλων και οι επιθέσεις των αραπάδων με τη λόγχη, τρομοκράτησαν το άτακτο ελληνικό πεζικό και το διέλυσαν.
Η προσωρινή Κυβέρνηση συγκέντρωσε όσα στρατεύματα μπόρεσε. Έπιασαν το Κρεμμύδι, ένα χωριό δυο ώρες μακριά από τη Μεθώνη. Κι' εκεί όμως τα τμήματα του Ιμπραήμ με διοικητή το Γάλλο εξωμότη Φορέλ, τους επιτέθηκαν και τους διασκόρπισαν. Τη καταστροφή που έκανε το πεζικό τη συμπλήρωνε το Ιππικό. Δύο ίλες στο Νιόκαστρο διασκόρπισαν και κατάσφαξαν μεγάλη δύναμη από επαναστάτες.
Σε μικρό χρονικό διάστημα τα φρούρια Μεθώνης, Νεοκάστρου, Ναβαρίνου και Σφακτηρίας, πέσανε στα χέρια του Ιμπραήμ και περισσότεροι από 3.000 επαναστάτες είχαν σκοτωθεί. Όσοι γλίτωσαν σκορπίστηκαν. Οι Μοραΐτες έπιασαν τα βουνά και οι Ρουμελιώτες ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους.
Παρ' όλες όμως αυτές τις επιτυχίες του, ο Ιμπραήμ, με τη στρατιωτική ιδιοφυΐα που τον διέκρινε, κατάλαβε, ότι δεν θα μπορούσε εύκολα να υποτάξει την Πελοπόννησο. Έβλεπε το πείσμα των επαναστατών κι' ήταν βέβαιος ότι πολύ γρήγορα θα τους αντιμετώπιζε για δεύτερη φορά. Ήξερε ακόμη ότι το μάκρεμα ενός πολέμου σ' ένα έδαφος φανατικά εχθρικό, μπορούσε νάχη δυσάρεστο τέλος. Οι Γάλλοι σύμβουλοί του είχαν άλλωστε πικρή πείρα από την πρόσφατη τότε, καταστροφή του Ναπολέοντα στη Ρωσία, και ο ίδιος δεν ξεχνούσε το πάθημα του Δράμαλη.
Γι’ αυτό προσπάθησε να προσελκύσει τους Έλληνες δίνοντας υποσχέσεις στο λαό κι' αλλάζοντας συμπεριφορά στους επαναστάτες. Μοίρασε προκηρύξεις στην ύπαιθρο, καλώντας τους γεωργούς να ξαναγυρίσουν στις εργασίες τους. Υποσχέθηκε ασφάλεια ζωής, τιμής και περιουσίας. Κράτησε σιδερένια πειθαρχία στο στρατό του και έφθασε μέχρι να μαστιγώσει και να τουφεκίσει ακόμη όσους στρατιώτες του δεν συμμορφώθηκαν με τις αυστηρές του διαταγές, για το σεβασμό που είχε υποσχεθεί στους χωρικούς.
Συνεχίζοντας την πολιτική του αυτή και στους επαναστάτες, όχι μόνο δεν πείραξε κανέναν απ’ όσους παραδόθηκαν στο Ναβαρίνο, αλλά τους άφησε να φύγουν με τα όπλα τους. Κράτησε μόνο αιχμάλωτους τον αρχηγό της Φρουράς Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και το στρατηγό Γιατράκο αλλά τους περιποιήθηκε πολύ. Αργότερα τους αντάλλαξε με δυο Τούρκους πασάδες πού είχαν πέσει στα χέρια των Ελλήνων.
Τα πράγματα όμως γρήγορα του έδειξαν, ότι τίποτε δεν θα κατάφερνε και μ’ αυτό τον τρόπο. Και τότε έδειξε, σ' όλη τους την έκταση, τα άγρια ένστικτα που κυριαρχούσαν στη ψυχή του. Λίγες ημέρες αργότερα, αφού συγκρότησε πολυάριθμη και ισχυρή φάλαγγα, ξεκίνησε για τη Μεσσηνία. Στο δρόμο συνάντησε ισχυρή αντίσταση. Ο Παπαφλέσσας με 1.600 επαναστάτες ταμπουρωμένος στους βράχους του Μανιακίου τον σταμάτησε. Έδωσε τρομερή μάχη με το θρυλικό ρασοφόρο, σ’ ένα από τα ηρωικότερα επεισόδια του ιερού αγώνα.
Ύστερα από διήμερο σκληρό αγώνα ο Ιμπραήμ, αφού άφησε χίλιους νεκρούς στους βράχους του Μανιακίου, κατόρθωσε να περάσει στο Μεσσηνιακό κάμπο, χωρίς να συναντήσει άλλη αντίσταση. Έφτασε στη Μεσσήνη, την εκαψε απ’ άκρη σ' άκρη. Προχώρησε στη Καλαμάτα, την έκαψε κι' αυτή και τράβηξε για τη Μάνη.
Στον Αλμυρό, έξη χιλιόμετρα ανατολικά από τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, είναι τα δυτικά σύνορα της Μάνης. Εκεί τα πράγματα άλλαξαν. Τρεις χιλιάδες Μανιάτες βρίσκονται ταμπουρωμένοι μες απόφαση να του κόψουν το πέρασμα στην πατρίδα τους. Δυο ολόκληρα μερόνυχτα τους πολεμά αδιάκοπα. Τελικά δεν κατάφερε να προχωρήσει στη Μάνη κι' αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στην Καλαμάτα, αφήνοντας πυκνό στρώμα από πτώματα των στρατιωτών του στις πλαγιές του βουνού της Σέλιτσας. Έμεινε ο Ιμπραήμ δυο - τρεις μέρες στην Καλαμάτα για να ξεκουράσει το στρατό του κι' υστέρα προχώρησε προς το οροπέδιο της Τρίπολης. Στο Λιοντάρι βρήκε αντίσταση από τους επαναστάτες πού είχαν συγκεντρωθεί από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, το γιο του Γενναίο, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους αρχηγούς. Έδωσε μάχη, ανέτρεψε τους επαναστάτες και προχώρησε προς την Τρίπολη η οποία είχε εγκαταλειφθεί.
Μπήκε στη Τρίπολη στις 9 Ιουνίου 1825 και χωρίς να χάσει καιρό προχώρησε στην Αργολική πεδιάδα. Τέσσερις ημέρες αργότερα κυρίεψε και έκαψε το Άργος και κατόπιν, προσωπικώς και με 80 διαλεγμένους ιππείς, έφθασε μέχρι τις πόρτες του Ναυπλίου, που ήταν η έδρα της ελληνικής κυβέρνησης.
Την επομένη προσέβαλε τους Μύλους της Λέρνης, όπου όμως αποκρούσθηκε από το Δημήτριο Υψηλάντη, το Μακρυγιάννη κι’ ένα λόχο φιλελλήνων. Ξαναγύρισε κατόπιν στην Τρίπολη, εξουδετερώνοντας όλες τις μικρές αντιστάσεις που συνάντησε στο δρόμο και σκορπίζοντας παντού στο πέρασμά του τη καταστροφή και την ερήμωση.
Έτσι, πριν τελείωση ο χρόνος, βρέθηκε κυρίαρχος ολόκληρης της Πελοποννήσου, εκτός από τη Μάνη και τα βουνά, στα οποία κατέφυγαν όσοι από τους πολεμιστές σώθηκαν. Έμεινε ακόμα στα χέρια των επαναστατών και το Ναύπλιο πού ήταν η έδρα της κυβέρνησης και πού είχαν μαζευτεί χιλιάδες πειναλέα γυναικόπαιδα, όσα είχαν γλιτώσει από την αιχμαλωσία ή το μαχαίρι του Ιμπραήμ.
Στις 14 Δεκεμβρίου ο Ιμπραήμ έφθασε στην Πάτρα κι' από εκεί πέρασε στο Μεσολόγγι, για να ενισχύσει την πολιορκία, που από πολύ καιρό έκανε εκεί ο Μεχμέτ - Ρεσίτ πασάς.
Όταν έπεσε και το Μεσολόγγι ξαναγύρισε στην Πελοπόννησο και επιτέθηκε, στις αρχές Μαΐου 1826, εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου. Βρήκε όμως εκεί σκληρή αντίσταση και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Έτσι ξαναγύρισε στη Μεθώνη.
Αφού αναπαύθηκε μερικούς μήνες ο στρατός του, αποφάσισε για δεύτερη φορά μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Μάνης. Έπαθε όμως μεγάλες καταστροφές στον Αλμυρό, στο Διρό, στο Κακοσκάλι της Ανδρούβιστας και στον Πολυάραβο και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Με όλες του τις στρατιωτικές επιτυχίες ο Ιμπραήμ δεν κατώρθωνε να υποτάξει την Πελοπόννησο. Έπαψαν να τοΰρχωνται καινούριες ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Γι' αυτό αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την παλιά του μέθοδο, να πάρει δηλαδή με το μέρος του τους κατοίκους, με καλή συμπεριφορά και υποσχέσεις.
Βάζοντας σ' εφαρμογή το σχέδιό του αυτό, διέταξε τους στρατιώτες του να μην ενοχλούν τους κατοίκους, να μην καταστρέφουν τα σπαρτά και να πληρώνουν όσα είδη έπαιρναν από τους χωρικούς για τη διατροφή τους.
Μοίραζε ακόμη συγχωροχάρτια σ' όσους παρουσιάζονταν στον Ιμπραήμ και δήλωναν υποταγή. Με τον τρόπο αυτό είχε κάποιες επιτυχίες, στον απαυδισμένο από τις καταστροφές λαό, και ακόμη σε μερικούς κατώτερους οπλαρχηγούς.
Τις επιτυχίες του όμως αυτές εξουδετέρωσε ο Κολοκοτρώνης, σκοτώνοντας τον προσκυνημένο οπλαρχηγό Νενέκο, και βάζοντας φωτιά στα σπίτια και τα χωριά όσων λιποψυχούσαν.
Ο Ιμπραήμ βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Οι αρρώστιες και ο συστηματικός κλεφτοπόλεμος που έκαναν οι επαναστάτες αραίωσαν σημαντικά το στρατό του, ενώ άρχισαν να του λείπουν και τα εφόδια.
Βλέποντας λοιπόν ότι δεν θα κατόρθωνε τελικά να υποτάξει την Πελοπόννησο, που ήταν η κυριότερη εστία της επανάστασης, ούτε με απειλές ούτε με υποσχέσεις, πρότεινε στο σουλτάνο Μαχμούτ να εξανδραποδίσουν όλους τους κατοίκους και να αποικίσουν τη χερσόνησο αυτή με Αιγυπτίους και Αραπάδες.
Με όλα ταύτα η επανάσταση στην Ελλάδα περνούσε τη δυσκολότερη καμπή της. Ύστερα από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και την πτώση της ακροπόλεως των Αθηνών, μεγάλη απογοήτευση είχε κυριεύσει τους επαναστάτες. Κι' ο Ιμπραήμ ετοιμάζονταν να καταστρέψει την Ύδρα και να πολιορκήσει το Ναύπλιο, που αποτελούσαν, ύστερα από τη Μάνη, τα δυο τελευταία φρούρια που βρίσκονταν στα χέρια των επαναστατών.
Τον πρόλαβαν όμως τα πολιτικά γεγονότα. Η καταστροφή του στόλου του στο Ναβαρίνο και η συνθήκη που υπέγραψε ο πατέρας του στην Αλεξάνδρεια τον υποχρέωσαν να φύγει από την Ελλάδα.
Φεύγοντας από την Πελοπόννησο, στις 10 Οκτωβρίου 1828, με τα υπολείμματα του στόλου του, πήρε μαζί του στην Αίγυπτο 3.000 γυναικόπαιδα και αιχμαλώτους Έλληνες και τους εγκατέστησε στο Κάιρο, σε ιδιαίτερη συνοικία, που ονομάσθηκε Μοραλία, από το Μοριά που προέρχονταν οι κάτοικοί της.
Γυρίζοντας στην Αίγυπτο ο Ιμπραήμ πάλι δεν ησύχασε. Κατάρτισε ισχυρό στρατό και στόλο και κατέλαβε τη Συρία. Στις 20 Δεκεμβρίου 1832 νίκησε το μεγάλο Βεζίρη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά, με τον οποίο επτά χρόνια νωρίτερα είχε συμπολεμήσει στο Μεσολόγγι.
Ο Σουλτάνος, φοβισμένος από τις επιτυχίες του Ιμπραήμ, του παραχώρησε το πασαλίκι των Αδάνων και στον πατέρα του Μεχμέτ Αλή ολόκληρη τη Συρία.
Μ' όλα ταύτα ο Ιμπραήμ και πάλι δεν ησύχασε. Κήρυξε για δεύτερη φορά τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας στα 1839. Αφού κατατρόπωσε στη Νεζίβ 60.000 στρατό που έστειλε ο σουλτάνος εναντίον του, βάδισε για να καταλάβει την ίδια την Κωνσταντινούπολη και θα το κατόρθωνε, γιατί ο Μαχμούτ δεν είχε στη διάθεση του άλλον αξιόμαχο στρατό για να τον εμποδίσει. Ή διάλυση όμως της οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρήθηκε ασύμφορη από τις δυνάμεις της Ευρώπης.
Για το λόγο αυτό οι στόλοι της Αγγλίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Ρωσίας, αποκλείσανε τα παράλια της Συρίας και υποχρέωσαν τον Ιμπραήμ να υπογράψει μια άδικη γι' αυτόν συνθήκη, με την οποία η Αίγυπτος έχανε ακόμη και τη Συρία. Στη ναυτική αυτή επιχείρηση πήρε μέρος και η Ελλάδα με δυο πλοία της.
Στα 1844 ο Ιμπραήμ έπαθε φυματίωση και πήγε στην Ιταλία για θεραπεία. Στα 1847, αφού καλυτέρεψε η υγεία του, ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος τον δέχτηκε με μεγάλες τιμές.
Στα 1848, με πρόσκληση του σουλτάνου, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και πήρε επίσημα τον τίτλο του αντιβασιλέα της Αιγύπτου, αντικαθιστώντας τον πατέρα του πού είχε πάθει γεροντική παράλυση.
Ξαναγυρίζοντας στο Κάιρο ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα, για την ολοκλήρωση της αναμορφωτικής προσπάθειας που είχε αρχίσει ο πατέρας του. Ήταν παλιό του όνειρο ο εκσυγχρονισμός της Αιγύπτου, που βρισκόταν την εποχή εκείνη σε πρωτόγονη κατάσταση.
Περιστοιχισμένος από ειδικούς Ευρωπαίους επιστήμονες, δόθηκε ολόψυχα στην εκπολιτιστική αυτή προσπάθεια. Οργάνωσε την εκπαίδευση, την έκανε υποχρεωτική και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία μεγάλων εκπολιτιστικών έργων.
Συναντούσε όμως επίμονη αντίδραση στην προσπάθειά του από τις πρωτόγονες ντόπιες φυλές και τον Αμπα - πασά, γιο του μεγαλύτερου αδελφού του, που είχε κιόλας οριστεί από το Μεχμέτ - Αλή διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου. Κάθε ενέργειά του προσέκρουε στην οπισθοδρομικότητα του ανηψιού του, που αντιδρούσε-από θρησκευτικό φανατισμό.
Άλλωστε και η υγεία του, που μέρα με την ημέρα χειροτέρευε, δεν του επέτρεπε να αναπτύξεο όλη του τη δραστηριότητα. Πριν κλείσει χρόνος από την επιστροφή του, ο Ιμπραήμ πέθανε από δυσεντερία λίγους μήνες πριν από το θάνατο του πατέρα του. Από τους Γάλλους γιατρούς διαδόθηκε ότι τον δηλητηρίασαν οι εχθροί του στην Πόλη. Μα δεν φαίνεται πιθανό.
Άφησε ένα γιο, τον Ισμαήλ, που βασίλεψε στην Αίγυπτο από το 1863 μέχρι το 1879 και υπήρξε η πιο ευγενική φυσιογνωμία της αιγυπτιακής δυναστείας. Είχε άρτια ευρωπαϊκή μόρφωση και συνέχισε με πίστη το εκπολιτιστικό έργο του πατέρα του. Η χρονική περίοδος της βασιλείας του συνδέεται με τη δημιουργία των μεγαλυτέρων έργων πολιτισμού της Αιγύπτου, ανάμεσα στα οποία είναι και το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ.
Αυτός ήταν, ο Ιμπραήμ, που τα’ όνομά του τόσο πολύ συνδέθηκε με την Ελλάδα στην εποχή της επανάστασης του 1821. Στάθηκε ο σκληρότερος και πιο επικίνδυνος αντίπαλός μας. Κανείς όμως δεν μπορεί ν' αρνηθεί ότι ήταν γενναίος στρατιώτης και άξιος αρχηγός.
Από το βιβλίο του Γ.Α. Μαραβελέα «Σκίτσα από την Επανάσταση του 1821», Γ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1959.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου