Ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιάννη.
Το βλέπεις κείνο το βουνό (Αναστασιά)
(Καλαματιανός)
Το βλέπεις κείνο το βουνό πουν’ πιο ψηλ’ από τ’ άλλα,
εκεί ‘
ναι πύργος γυάλινος με κρουσταλλένια τζάμια,
μέσα κοιμάται μία ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα
και πως να την ξυπνήσουμε και πως να της το πούμε;
Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά,
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά να σβήσεις το λυχνάρι,
γιατί μας πήρε η χαραυγή, το δόλιο μεσημέρι
παν τα πουλάκια για βοσκή κι οι λυγερές στη βρύση,
πάνε να πάρουνε νερό, να πιουν και να γεμίσουν.
Ας πα’ να δουν τα μάτια μου
(Πατινάδα του γάμου)
Ας πα’ να δουν τα μάτια μου πως τα περνά η αγάπη μου.
μην κι’ βρε αλλού κι αγάπησε και μένα μ’ απαράτησε.
Ποιός το ‘
πε δεντρουλάκι μου δε σ’ αγαπώ πουλάκι μου;
Αν το ‘
πε ο ήλιος να μη βγει, τ’ αστρί να μην ξημερωθεί
αν το ‘
πε το ρηγόπουλο, της Πάτρας τ’ αρχοντόπουλο
χήρα να δω τη μάννα του στα μαύρα την κουνιάδα του.
Διαμαντούλα
(της τάβλας σε ρυθμό τετράσημο (στα 3))
Κάτω στα δασιά τα πλατάνια στην κρυόβρυση
κάθονταν δυό παλικάρια και μία λυγερή.
Κάθονταν και τρώγαν και πίναν κι όλο λέγανε,
Διαμαντούλα τι είσαι τέτοια τέτοια κίτρινη;
Κιτρινή σα το λεμόνι και σα το φλουρί
Μην ο ίσκιος σε (νε) πατάει
μην α - φάντ"ι"ασμα
Με πατάει το παλικάρι τα μεσάνυχτα
Όλα τα πουλάκια
(Καλαματιανός)
Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά
το ‘
ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό
περπατεί στους κάμπους με τον αητό
περπατεί και λέει και κελαηδεί.
Ανδριανουπολίτη πραματευτή
που την επέτυχες αυτή τη νιά
την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά;
Απ’ την Πόλη ερχόμουν κι απ’ τα νησιά
κι απ τη γειτονιά της επέρασα
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες εδρόσιζε,
μου ‘
κοψε κλωνάρι και μου ‘δωσε,
μου ‘
πε κι ένα λόγο και μ’ άρεσε.
Συγνέφιασε στον Παρνασσό
(Τσάμικος)
Συγνέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια
και συ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα;
Πάω γι αθάνατο νερό, γι αθάνατο βοτάνι,
να στείλω στην αγάπη μου ποτέ να μήν πεθάνει.
Αντί να στείλω αθάνατο της έστειλα φαρμάκι.
Περδικούλα ημέρωνα
(Ήπειρος, της τάβλας)
Περδικούλα ημέρωνα
κι όλο μ’ αγριευότανε
στο φτερό στεκότανε.
Πείσμωσα την έδειρα,
στα βουνά την έστειλα,.
στα βουνά τα πετρωτά,
τα βολυμοσκεπαστά.
Μιά Λαμπρή, μία Κυριακή,
πέρασα κι εγώ από κει,
την ακώ να κελαηδεί.
την ακώ να κελαηδεί.
Πέτα περδικούλα μου
κι έλα στα χερούλια μου
κι αν σου κάνω εγώ κακό.
σ’ εκκλησιά να μην εμπώ.
Σιγαλά βρέχει ο ουρανός
(Καγκέλι)
Σιγαλά βρέχει ‘ ουρανός,
σιγαλός ψιχαλισμός,
σιγαλά πάω και ‘
γώ
στην αγάπη π’ αγαπώ.
Πάω τη βρίσκω λυπημένη
και βαριά βαλαντωμένη
τι έχεις κόρη μου και κλαίς
κι εμένανε δε μου το λες.
Νερατζούλα φουντωμένη
(Τσάμικος)
Νερατζούλα φουντωμένη, πούναι τ’ άνθη σου
Πούναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου
Φύσηξε βοριάς αέρας και τα τίναξε
Κι η φουρτούνα του πελάου τ’ αποχάλασε
Σε παρακαλώ βοριά μου φύσα ταπεινά
Για ταπείνωσ’ την αντάρα και τον κουρνιαχτό
Τη βοή σου τη μεγάλη και τον αχητό
Για ν’ αράξουν τα καράβια τα σπετσιώτικα
Νάρθουν και τα παλικάρια τα νησιώτικα
Όλα τα καράβια αράξαν κι όλα φάνηκαν
Κι ο λεβέντης ο δικός μου δεν εφάνηκε
Και ποιος ξέρει σε τι κύμα δέρνει να πνιγεί
Και δεν κλαίς την ομορφιά σου κόρη όμορφη
Μόνε κλαίς τον ταξιδιώτη που σ’ απάριασε
Τάχα ποια θα με φιλήσει τα μεσάνυκτα
Τάχα ποια θε ν’ αγκαλιάσει το ξημέρωμα
Αμάραντος
(Τσάμικος)
Για δέστε τον αμάραντο
σε τι βουνό φυτρώνει, καλέ.
Φυτρώνει μεσ’ στα δίστρατα,
στους κάμπους στα λιθάρια.
Το τρων’ τα λάφια και ψοφούν,
τ’ αγρίμια και μερώνουν, καλέ.
Να το’ τρωγε κι η μάννα μου,
εμέ να μη με κάνει, καλέ.
Τούτο το καλοκαιράκι
(Τσάμικος)
Τούτο το, μαύρα μου μάτια.
Τούτο το καλοκαιράκι.
Τούτο το καλοκαιράκι,
κυνηγούσα’ να πουλάκι.
Κυνηγούσα, μαύρα μου μάτια,
κυνηγούσα προσπαθούσα.
Κυνηγούσα προσπαθούσα,
να το πιάσω δεν μπορούσα.
Κι’ έστησα, μαύρα μου μάτια
έστησα, τα ξόβεργά μου.
Εστησα τα ξόβεργά μου,
κι ήρθ’ η πέρδικα κοντά μου.
Τώρα τα πουλιά
(Της τάβλας)
Τώρα τα πουλιά,
τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέ-, τώρα οι πέρδικες.
Τώρα οι πέρδικες
γλυκολαλούν και λένε:
ξύπνα αφέ-, ξύπνα αφέντη μου.
Ξύπνα αφέντη μου,
ξύπνα γλυκιά μου αγάπη,
ξύπνα αγκά-, ξύπνα αγκάλιασε.
Ξύπνα αγκάλιασε
κορμί κυπαρισσένιο,
κάτασπρο, κάτασπρο λαιμό.
Κάτασπρο λαιμό
σαν του Μαγιού το δρόσο,
σαν το κρύο, σαν το κρύο το νερό.
Γιάννενα
(Συρτός)
Γιάνναινα, Γιαννάκαινα,
κοντο-Γιαννακάκαινα,
να μην πας για λάχανα,
θα μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες,
θα σου κόψουν τις κοτσίδες,
να μην πας και για πουρνάρια,
θα σου κόψουν τα ποδάρια.
Δέντρο είχα στην αυλή μου
(Συρτός στα 3)
Δέντρο είχα στην αυλή μου,
για παρηγοριά δική μου.
Πράσινα χρυσά είν’ τα φύλλα
κι ασημένια τα κλωνάρια.
Κόρη κάθεται στον ίσκιο
και κεντάει χρυσό γαϊτάνι.
Όλα τα πουλάκια
(Συρτός)
Όλα τα πουλάκια κι αμάν αμάν,
όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά.
Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά,
τα χελιδονάκια ζευγαρωτά.
Το έρημο τ΄ αηδόνι, κι αμάν αμάν,
το έρημο τ΄ αηδόνι το μοναχό.
Το έρημο τ΄ αηδόνι το μοναχό,
περπατεί και λέει και ‘
μολογεί.
Περπατεί και λέει κι αμάν αμάν,
περπατεί και λέει και ‘
μολογεί.
Περπατεί και λέει μονολογεί,
άντρα μου καλέ μου πραματευτή.
Μια κοντή κοντούλα
(Συρτός)
Μια κοντή κοντού-, μαρή, κοντή κοντούλα μου,
μια κοντή κοντούλα, εδώ στη γειτονιά.
Μια κοντή κοντούλα εδώ στη γειτονιά,
που ‘
χει μαύρα μάτια και ξανθά μαλλιά.
Η μάνα της τη δέ-, μαρή, κοντή κοντούλα μου,
η μάνα της τη δέρνει και την τυρρανά.
Η μάνα της τη δέρνει και την τυρρανά,
για να μαρτυρήσει το ποιός τη φίλησε.
Ούτε ξέ-, κοντού- μαρή, κοντή κοντούλα μου,
ούτε ξένος είναι, ούτε αλαργινός.
Ούτε ξένος είναι, ούτ’ αλαργινός,
γείτονάς μας είναι και σεβαστικός.