Φωτογραφία Άγγελου Κότσαρη στον Αϊ Συμιό
Του Αϊ-Συμιού στη χάρη του, όλοι εκεί πάνω, μες στη φύση πειράζονταν χορεύο-ντας και με μεράκι τραγουδούσαν. Οι πίπιζες των γύφτων και το νταούλι κι ο ζουρ-νάς, οι αρχαίοι οι χοροί, το εσώψυχο τραγούδι και το κρασί που έρεε δυο μέρες και μια νύχτα, άγνοιαστους όλους με χαρά τους μεταφέρανε διαρκώς σε μια επιστροφή μέσα απ’ τον κόσμο και τη φύση, σ’ άλλες πανάρχαιες εποχές` νηπιακές να πούμε στην ιστορία του ανθρώπου.
Θα το ’λεγα καλύτερα σε μια σωτήρια επιστροφή, όλως διόλου μαγική, που λες και με μια δύναμη εσώτερη, ιερή, έκστασης θα ‘λεγα και λευτεριάς, διατρέχοντας σαν αστραπή το χρόνο, όλους τους ξαναγύριζε αγνούς σχεδόν και πάλι απ’ την αρχή, σ’ εκείνους τους χαμένους μες στον καιρό, του σύμπαντος τους παραδείσους. Ναι, όλα εκεί πάνω ήτανε σχεδόν ειρηνικά, κάθε φορά του Αϊ-Συμιού. Κι αν ήταν κάτι άσχημο για τους πανηγυριώτες, ήταν η σκέψη να γυρίσουν στη μαγκουφιά της πόλης.
- Μωρέ να κάτσουμε, αλλά το βράδυ είναι να έρθει o Ηρακλής με άμμο απ’ τον Αλυσό... και δεν θα βρει κανένα στο σπίτι να τον περιμένει.
- Ας τονε, και τι έγινε, δεν θα χαθεί ο κόσμος. Φαΐ θα του’ χει η Θοδώρα... Π’ ανά-θεμά την, την χαμένη, με τίποτα δεν την τραβάει ο Αϊ-Συμιός. Ξέρουνε πού βρισκό-μαστε` και δεν θ’ ανησυχήσουν.
- Μπας και δεν νοιάζουμαι εγώ; Δυο μέρες τώρα άφησα μονάχη της, τη Στέλλα, στον αργαλειό και στο κουμάντο.
- Όχι! Βραδάκι... Σας το λέω. Θα ‘μαστε έτοιμες με τη δροσιά, να κατεβούμε προς την πόλη. Έτσι κι αλλιώς οι υπόλοιποι, μαζί με τους πανηγυριώτες, θα φύγουν με τα άλογα και τις καρότσες τους, από νωρίς. Πρέπει κι εμείς μετά απ’ αυτούς, όπως εξάλ-λου κάθε χρόνο, να συγυρίσουμε τα πάντα. Τα πάντα εδώ πάνω και περισσότερο την Εκκλησία.
Έτσι κι αφού λογομαχούσαν, για το ποιά ώρα ακριβώς έπρεπε να επιστρέψουν, κά-ποτε παίρνανε του γυρισμού το δρόμο κι αποχαιρέταγαν τον Αϊ- Συμιώ. Κάποτε κα-τηφόριζαν το δρόμο της επιστροφής, πάντα χαρούμενες και πάντα τραγουδώντας, γυ-ρίζοντας ευτυχισμένες, μία φορά το χρόνο, πάντα στην ίδια πολιτεία.
Τούτη την πολιτεία, που από μακριά κατηφορίζοντας την αντικρίζεις, μπροστά απ’ την απότομη, την ασημένια Παλιοβούνα, στην αγκαλιά του καστανού Ζυγού. Ενώ πάνω και κάτω, γύρω της, βλέπεις ανάλαφρα να χύνεται και να κυλά, σ’ απόσταση και χαμηλά μέχρι τη θάλασσα, πανέμορφος ένας γαλήνιος κάμπος.
πηγή